Το Σαββατοκύριακο στο Ναύπλιο τελειώνει και σε λίγο θα γίνει κι αυτό ανάμνηση. Ο καιρός είναι συννεφιασμένος, λες και καταλαβαίνει ότι φεύγεις. Λίγο πριν παραδώσεις τα κλειδιά στη ρεσεψιόν, κάτι μέσα σου δεν έχει τελειώσει. Το μικρό, σχεδόν ετοιμόρροπο μπαλκόνι σε προκαλεί να βγεις και να κλέψεις τις τελευταίες εικόνες. Τόσες, όσες να  γεμίσουν το άλμπουμ της μνήμης. Η θέα από το μπαλκόνι κάνει τα πράγματα να μοιάζουν μικρά κι ασήμαντα. Το τρενάκι χωμένο στα στενά της παλιάς πόλης, κάνει ακόμα μια ξενάγηση στους περίεργους και ρομαντικούς αυτής της ζωής, ενώ σου χτυπάει το κουδουνάκι σαν να σου λέει «Άκουσα τι σκέφτηκες».  Το μαγαζάκι με τα σουβενίρ ανοίγει σιγά σιγά, θα το επισκεφτείς. Αλώστε έχεις να πάρεις μαγνητάκι για τη συλλογή σου στο ψυγείο.

Χωρίς να το καταλάβεις η βαλίτσα είναι ήδη στο χέρι σου κι εσύ αφήνεις το κλειδί για τους επόμενους.

«Καλή επιστροφή, να μας ξανάρθετε.»

Σίγουρα, σκέφτεσαι, ενώ απαντάς μ’ ένα χαμόγελο στην κυρία στην υποδοχή. Έχεις ακόμα λίγο χρόνο να διαλέξεις τα δωράκια για τους φίλους- ίσως προλάβεις να φας κι ένα παγωτό φιστίκι. Θα ναι εκείνο που θα σου  κρατάει συντροφιά μέχρι την πλατεία. Συνήθως δεν τρως στο πόδι, όμως τώρα δεν μπορείς ν’ αφήσεις ούτε λεπτό χωρίς να το εκμεταλλευθείς. Περπατάς αργά, λες και θα κάνεις τον χρόνο να κατεβάσει ταχύτητα.

Δεξιά κι αριστερά ζευγάρια. Μικρά , μεγάλα, φρέσκα κι ώριμα, σε προσπερνούν πολύ ευτυχισμένα. Κάτι σου είχαν πει πριν έρθεις, αλλά δεν το περίμενες σ’ αυτό το βαθμό. Φαντάζεσαι λες κι ένα μεγάλο ροζ λεωφορείο με καρδιές ήρθε και παράτησε όλους τους ερωτευμένους αυτού του κόσμου εδώ, να περπατήσουν με τη συμφωνία ότι θα κρατιούνται χέρι χέρι, θα φιλιούνται και θ’ αγκαλιάζονται μπροστά από κάθε βιτρίνα, ενώ τρώνε ο ένας από το παγωτό του άλλου.

 

 

Κάπως το στομάχι σου ανακατεύτηκε. Κάτι σε πιάνει με τα ζευγάρια. Σαν να τα κοιτάς και να τα περιμένεις στην γωνία. Να δω μέχρι πότε θα είστε έτσι, λες από μέσα σου. Με μια ανακούφιση και μια σιγουριά. Λες κι εσύ ξέρεις το σενάριο, ενώ εκείνοι όχι. Τους παρατηρείς να γελάνε, αλλά γελάει καλύτερα αυτός που ξέρει κι έχει πληγωθεί. «Μετά να σας δω», σκέφτεσαι, όταν θα είστε σαν στημένες λεμονόκουπες σε καναπέδες που έχουν μουσκέψει, παρέα με χαρτομάντιλα και μισοάδεια μπουκάλια, σε πένθος για τους χαμένους σας έρωτες. Ή μήπως για τους χαμένους σας εαυτούς; Συνήθως έτσι πάει .

Το περίεργο είναι ότι δεν το νιώθεις μόνο εσύ. Ίσως πολλοί να συμφωνούσαν μαζί σου, αν διάβαζαν τη σκέψη σου. Ίσως πολλοί είναι εκείνοι που ανακατεύονται. Για δικούς τους λόγους ο καθένας. Άλλος από ζήλια, άλλος από φόβο, άλλος από απογοήτευση, άλλος από γνώση κι ίσως συμμόρφωση. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να θέλουν να δουν πίσω απ’ αυτό που βλέπουν. Πίσω από τα ερωτευμένα ζευγάρια. Πίσω από τα βλέμματα, από τα δεμένα χέρια, από τις σφιχτές αγκαλιές στους δρόμους, από τα τυχαία φιλιά στα πεζοδρόμια. Ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το αγκάθι στις ανθοδέσμες. Όχι γιατί φοβούνται μην τρυπηθούν ή επειδή νοιάζονται αν θα την πατήσεις και εσύ. Όχι, καθόλου. Αλλά γιατί θέλουν να σου δείξουν ότι έχουν δίκιο που δεν πιστεύουν σε τίποτα. Νιώθουν τυχεροί που δεν πιάστηκαν αγκαζέ και κορόιδα ενός έρωτα. Αποφεύγουν τα ζευγάρια, όπως τις μπανανόφλουδες· μην τύχει και τους παρασύρουν.

Οι άνθρωποι έχουν μάθει να υποτιμούν οτιδήποτε δεν καταλήγει κάπου. Γι’ αυτούς, αξία έχει η διάρκεια κι όχι η ένταση. Ξέρουν ότι δεν υπάρχει το «για πάντα» και προτιμούν να μη ζήσουν ούτε τώρα. Ξέρουν ότι κάποια στιγμή φτάνει η δύση κι έτσι δε θέλουν να πιστεύουν σ’ αγάπες κι έρωτες, ή σε ανατολές. Νιώθουν ασφαλείς- έχουν τον έλεγχο. Μπερδεύονται και πείθονται ότι ό,τι δεν κράτησε για πολύ δεν ήταν αληθινό. Και χλευάζουν. Και νιώθουν ανώτεροι. Κι ενοχλούνται από την εικόνα ενός αγαπημένου ζευγαριού στον δρόμο, περισσότερο από αυτή του άστεγου στο παγκάκι της πλατείας. Και προσβάλλονται και θίγονται στην εικόνα ενός φιλιού, «καλά σπίτι δεν έχουν;» περισσότερο από την εικόνα του ανθρώπου που ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό.

Οι άνθρωποι θέλουν να δουν το τέλος, για να πιστέψουν στην αρχή. Θέλουν εγγυήσεις και δεσμεύσεις. Δε μένουν σε μια σχέση για να περάσουν καλά- όσο περάσουν. Μένουν για να δουν την κατάληξη. Και στο τέλος θυμώνουν, γιατί ήρθε το τέλος και δεν έζησαν τίποτα, γιατί ζούσαν με την αγωνία και την καχυποψία του επόμενου βήματος. Δεν αφέθηκαν και δεν άφησαν το τιμόνι, ήθελαν να οδηγήσουν εκείνοι τα πράγματα. Και τώρα βλέπουν ζευγάρια και θυμώνουν, γιατί οι ίδιοι δεν εκτίμησαν τις βόλτες, επειδή θα τελειώσουν κάποτε. Βλέπουν ζευγάρια και δε χαίρονται, γιατί γι’ αυτούς οι σχέσεις είναι σαν τα Σαββατοκύριακα στο Ναύπλιο, που δεν τα ζουν γιατί θα έρθει η Δευτέρα της επιστροφής.

Φτάνεις στην πλατεία και στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι με τα ζευγάρια. Θυμώνουν που δε θέλουν να δουν τι θα έρθει και που δεν τους νοιάζει το μετά. Επιπόλαιοι. Αύριο θα κλαίνε. Θα θυμώνουν που μπορούν και ζουν και μοιράζονται και δε φοβούνται τον αποχωρισμό γιατί όλα τελειώνουν κάποτε. Δεν τ’ αντέχουν τα ζευγάρια, όπως δεν αντέχουν στη σκέψη των ανθρώπων που έχασαν, επειδή δεν κατάφεραν να πιστέψουν. Ίσως γι’ αυτό τους ενοχλεί η χαρά. Λες κι είναι η δική τους. Που δεν άρπαξαν και τώρα μετανιώνουν.

Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι τα ζευγάρια! Εσύ όμως, θα ξανάρθεις στο Ναύπλιο, τελικά.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαριέττα Ματθαιάσσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου