Απόγευμα Σαββάτου και τα ρούχα έχουν γίνει βουνό στο κρεβάτι. Η ώρα σε κυνηγάει από δωμάτιο σε δωμάτιο ενώ εσύ ψάχνεις απεγνωσμένα να βρεις εκείνο το μπλουζάκι. Το κόκκινο. Εκείνο που σου λένε ότι σου πάει. Λες κι αν δε σου πήγαινε θα στο έλεγαν. Εσύ θα τους το έλεγες;
Η σκέψη αυτή αρχίζει να σε στενεύει και το ζιβάγκο μοιάζει με θηλιά στο λαιμό.Τι θες τώρα και τα σκαλίζεις. Είναι ώρα τώρα για τέτοιες σκέψεις; Σε λίγο πρέπει να φύγεις, να βιαστείς αλλιώς δε θα ‘σαι εκεί όταν κόβουν την τούρτα και ποιος τους ακούει. Θα νευριάσουν που άργησες. Πάντα νευριάζουν. Όμως δεν το λένε. Εσύ θα τους το ‘λεγες;
Όσος χρόνος σου έχει απομείνει, μέχρι να σου κάνουν αναπάντητη να κατέβεις, φτιάχνεις με βέβηλη μανία τα μαλλιά σου. Μέχρι την τελευταία σγουρή τούφα που έχει απομείνει. Εδώ δεν μπορείς να δεχτείς ότι τα μαλλιά σου είναι σγουρά, την αλήθεια θα δεχτείς; Λες γι’ αυτό τελικά να μη λέμε την αλήθεια. Επειδή δεν μπορούμε να τη δεχτούμε;
Φοράς παπούτσια και ξεφυσάς. Σε ζορίζουν στη φτέρνα όπως κι οι αλήθειες, σου είναι δύσκολο να τις πεις όσο και να τις περπατήσεις. Στο ‘χε πει κι η Θεία σου η Άννα στον γάμο της ξαδέρφης στο χωριό, όταν παρατρίχα σε γλύτωσε από το να μετρήσεις με τα μούτρα τα κουφέτα στον μπουφέ.
«Τι τα φοράς αφού δεν μπορείς να τα περπατήσεις;»
Κι είχε δίκιο. Είναι αλήθεια. Αλλά νευρίασες, δεν το δέχτηκες. Α ναι, θυμήθηκες γιατί. Δε σου άρεσε ο τρόπος τότε. Εσύ θες τις αλήθειες, αλλά σερβιρισμένες με λαχανικά, όχι ξεροσφύρι.
Περιμένεις στον καναπέ με ανυπομονησία, ν’ ακούσεις την κόρνα του αυτοκινήτου. Την κόρνα που θα σε σώσει από τον εαυτό σου. Γιατί δεν τις λέμε τις αλήθειες; Τι μας φοβίζει; Γιατί όταν μας ρωτάνε τι είναι σημαντικό για εμάς στις ανθρώπινες σχέσεις μας, απαντάμε «η ειλικρίνεια» ενώ δεν παλεύουμε γι’ αυτήν; Γιατί έχουμε τόση αγωνία αν μας λένε την αλήθεια ενώ εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε αδύναμοι μπροστά της;
Φοβάσαι. Εσύ δεν ήσουν έτσι. Εσύ πάντα ήθελες να λες την αλήθεια. Αλλά πληγώθηκες κι άλλαξες. Άλλαξες μετά από εκείνη την μέρα που είπες την αλήθεια στη μέχρι τότε καρδιακή κι επιστήθια φίλη σου για το αγόρι της κι εκείνη σου γύρισε την πλάτη. Άλλαξες όταν είπες την αλήθεια για τα όνειρά σου στην οικογένειά σου και δεν έγινες αποδεκτός. Όταν εκείνη η μακροχρόνια σχέση σου σ’ άφησε με το αυτοκίνητο κάπου στα μισά της διαδρομής σας μετά από ένα ρομαντικό κατά τ’ άλλα δείπνο γιατί δεν μπόρεσε να χωνέψει την αγάπη και μαζί και την αλήθεια σου.
Και γιατί τελικά να λες αλήθεια; Αφού κι αυτή έχει πόνο. Κι αυτή έχει αποχωρισμό. Κι αυτή έχει μοναξιά. Ενώ το ψέμα; Έχει φώτα, πολύ κόσμο, φιλίες κι αγάπες. Γιατί να λες αλήθεια και να σ’ αφήνουν στην απ’ έξω ενώ στα ψέμματα σου ανοίγονται διάπλατα όλες οι πόρτες;
Η αλήθεια είναι ότι η αλήθεια πονάει. Και πονάει περισσότερο αυτόν που θα επιλέξει να την πει. Αυτόν που θα επιλέξει να διαφοροποιηθεί. Να πάρει τον ρόλο του κακού. Λες κι η αλήθεια είναι κάτι πολύ κακό. Συνήθως, όμως κι ευτυχώς, οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια μπορούν και να τη δεχτούν. Έχουν δουλέψει με το μέσα τους. Έχουν ανέβει τις ανηφόρες τους κι έχουν κατακτήσει τις κορυφές τους. Είναι μεγάλη τύχη να έχεις τέτοιους ανθρώπους δίπλα σου. Είναι μεγάλη τύχη να είσαι ένας τέτοιος άνθρωπος.
Η κόρνα ακούστηκε. Είσαι έτοιμος για το αποψινό πάρτι, μα για αλήθειες δεν θα ‘σαι ποτέ. Κανένα Σάββατο και καμιά μέρα της εβδομάδας. Πάντα η αλήθεια θα είναι άβολη, όπως το φιλί στο πρώτο ραντεβού. Πάντα θα σε αιφνιδιάζει όπως ο ήχος της βροντής μέσα στη νύχτα. Πάντα θα έχει ένα κόστος που πρέπει να πληρωθεί, όπως έχουν κι όλες οι επιλογές. Όμως, ακόμα κι αν χωρίσει τους άλλους από σένα, θα σε ενώσει βαθιά μ’ εσένα! Και σίγουρα θα έχει κάπου ουσιαστικά να σε πάει.
Σκέψου λοιπόν ότι κοιτάς τη ζωή μέσα από ένα παράθυρο. Το καθαρό τζάμι είναι η αλήθεια, ενώ το ψέμα είναι ένα τζάμι γεμάτο χώμα και πιτσιλιές. Κι από τα δυο μπορείς να κοιτάξεις έξω. Όμως το τζάμι που είναι γεμάτο πιτσιλιές, θα σε κουράσει αργά η γρήγορα. Το ξεκάθαρο, ίσως και ποτέ.
Τα φιλιά μου!
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου