Κατηφόριζε τη Βασιλίσσης Σοφίας, μεσημέρι Τρίτης. Ένας άνδρας που όλοι θα γύρναγαν να κοιτάξουν. Όχι επειδή ανήκε στους ωραίους του φύλου του. Κάθε άλλο, μιας και κόντευε τα ογδόντα.
Όμως ήταν ψηλός, ευθυτενής, θεωρητικός. Στα νιάτα του είχε κάψει καρδιές. Φορούσε γκρι τραγιάσκα ναυτικού και ανθρακί σταυροκουμπωτό παλτό ως τα γόνατα. Πάντα κουμπωμένο.=
Αν τύγχανε να διασταυρωθεί βλέμμα του με το δικό σου, θα αντίκριζες τα πιο εντυπωσιακά μάτια του κόσμου. Φωτεινά, γαλάζια, βαθιά μελαγχολικά, πλαισιωμένα από ατελείωτες ψιλές ρυτίδες.
Σταμάτησε στο φανάρι μπροστά στην Πλατεία Συντάγματος για να περάσει απέναντι με κατεύθυνση τον Εθνικό Κήπο. Σπάνια πήγαινε προς τα εκεί όμως σήμερα ήταν μια διαφορετική μέρα.
Έπρεπε να πάει. Της το χρωστούσε. Το χρωστούσε και στον εαυτό του.
Στα μισά της πλατείας είδε τον πλανόδιο πωλητή κι αγόρασε ένα σακουλάκι σποράκια, για να ρίξει στα περιστέρια όταν θα έφτανε στον τελικό του προορισμό, στο Ζάππειο. Τόσα χρόνια στα καράβια είχε μάθει ν΄αγαπάει τα πουλιά.
Ήταν η συντροφιά του όλα εκείνα τα ατέλειωτα χρόνια στις θάλασσες. Τα τάιζε και τους έλεγε τον καημό και τις χαρές του. Αυτό θα΄κανε και σήμερα με τα περιστέρια. Κι ας μην ήταν ψαροπούλια.
Ήμασταν από το ίδιο νησί, την Κεφαλλονιά. Τον θυμάμαι από μικρό κοριτσάκι όταν πήγαινα τα καλοκαίρια. Ήταν πάντα στην παραλία, πότε πλέκοντας τα δίχτυα του, άλλοτε ψαρεύοντας μ΄ ένα καλάμι κι άλλοτε ταΐζοντας τους γλάρους.
Δε μίλαγε παρά μόνο σπάνια. Όμως ήταν μύθος στο νησί. Από τότε που είχε ξεμπαρκάρει λίγο μετά τα πενήντα του, περνούσε το μισό χρόνο εκεί και τον υπόλοιπο στην Αθήνα.
Πάντα ήθελε να γίνει ναυτικός. Από παιδάκι ένιωθε ένα με τη θάλασσα. Ούτε ο παρ΄ολίγον πνιγμός του όταν ήταν πέντε χρονών, δε στάθηκε ικανός να τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη. Έβγαλε κρυφά το ναυτικό δελτίο στα δεκάξι του, με ψεύτικη την υπογραφή του πατέρα του γιατί η μάνα του απειλούσε ότι θα πεθάνει αν έφευγε.
Τελικά κανείς δεν πέθανε, αν κι εκείνος πέρασε όλα του τα χρόνια με την ενοχή ότι πλήγωσε βαθειά τη μάνα του, που τον ήθελε κοντά της να τον δει παντρεμένο και αποκατεστημένο με μια καλή κοπέλα.
Τις αγαπούσε τις γυναίκες, μα πιο πολύ αγαπούσε την Ελένη. Ήταν μια κοπέλα που είχε γνωρίσει στο νησί. Είχε έρθει για διακοπές με τις φίλες της κι εκείνος είχε πάει να δει την οικογένειά του, γιατί το καράβι του επισκευαζόταν.
Εκείνο το πρωί κατευθύνθηκε, όπως κάθε πρωί, για μπάνιο σε μια απόμερη παραλία. Του άρεσε το πρωινό μπάνιο. Την είδε ξαπλωμένη πάνω σε μια κόκκινη πετσέτα να διαβάζει το βιβλίο της.
Μαύρα, ίσια μαλλιά, πάλευκο δέρμα, λεπτά άκρα, υπέροχους ώμους. Αέρινη. Αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη για εκείνη.
Η Ελένη. Ο μεγάλος του έρωτας. Στα 42 του δεν περίμενε ότι θα μπορούσε κάτι να τον εκπλήξει. Θεωρούσε ότι τα είχε δει όλα. Ομως εκείνο το 28χρονο κορίτσι τον μάγεψε.
Η απλότητά της, η ηρεμία της, η αγκαλιά της, η χωρίς όρους αγάπη της, τον πλημμύριζε σα ζέστη σε όλο του το σώμα και του μούδιαζε τις αισθήσεις.
Ένιωθε ότι ήθελε να είναι μόνο μαζί της. Μείνανε μαζί πέντε χρόνια. Σταμάτησε να ταξιδεύει τόσο συχνά και έπιασε τον εαυτό του να μην του λείπει η θάλασσα όσο παλιά. Μέχρι που σκέφτηκε να πιάσει λιμάνι μια και καλή, να ξεμπαρκάρει.
Η Ελένη ζούσε στην Κέρκυρα. Είχε σπουδάσει εκεί μεταφράστρια και δούλευε σε μια εταιρεία. Ο ίδιος είχε καλές αποταμιεύσεις και θα μπορούσε να ανοίξει ένα ναυτιλιακό γραφείο. Θα ΄ταν πάντα δίπλα στη θάλασσα.
Έβλεπε ήδη τα παιδιά τους: να τους μαθαίνει να κολυμπούν, να ψαρεύουν, ν΄ αγαπούν τη θάλασσα. Έβλεπε κι εκείνη καθισμένη στο γραφείο της, με θέα τη θάλασσα, να δουλεύει σκυμμένη πάνω από τα χαρτιά της, με τα υπέροχα μαλλιά της πιασμένα χαμηλά στο λαιμό και μικτές τουφίτσες να ξεφεύγουν και να τις χαϊδεύουν τους ώμους. Τη λάτρευε αυτήν την εικόνα.
Το ΄χε αποφασίσει. Θα το ΄κανε. Αυτή τη φορά, μόλις έφτανε στην Κέρκυρα, θα δήλωνε παραίτηση και θα της ζητούσε να τον παντρευτεί. Αμέσως.
Είχε δει και ένα σπίτι την τελευταία φορά, μπροστά στη θάλασσα. Θα την πήγαινε να το δει και αν συμφωνούσε κι εκείνη θα το αγόραζαν. Ανυπομονούσε…Όχι, δε θα περίμενε να τελειώσει το ταξίδι. Θα της τα ΄γραφε όλα. Τώρα αμέσως! Δεν έβλεπε την ώρα να τη δει στο λιμάνι.
Έτσι κι έκανε. Και ήρθε η μέρα που με τόση αγωνία περίμενε.
Μα όσο το καράβι έμπαινε στο λιμάνι της Κέρκυρας, τόσο εκείνος ένιωθε να πνίγεται. Όχι από χαρά. Μια αόρατη θηλιά του τύλιγε το λαιμό και τον έσφιγγε αργά και βασανιστικά.
Όσο οι κουκίδες στην προβλήτα έπαιρναν μορφή, τόσο εκείνος ήθελε να γυρίσει το τιμόνι και να φύγει πίσω, στα ανοιχτά της Αδριατικής και να σωθεί.
Όταν την διέκρινε να στέκεται εκεί, με το λευκό της φόρεμα και το κόκκινο ζακετάκι, είδε σε όλο της το κορμί να ζωγραφίζεται η ανυπομονησία της να τον αγκαλιάσει.
Κάτι μέσα του επαναστάτησε. Του φάνηκε έως και ενοχλητική η παρουσία της.«Όχι, δε μπορώ», σκέφτηκε.
Κι όταν ήρθε η ώρα, της το ΄πε. «Δεν μπορώ. Θέλω, αλλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Δεν είναι πως δε σ΄αγαπάω, μα δεν μπορώ. Δεν μπορώ να δεθώ σε ένα λιμάνι. Συγχώρεσέ με…»
Ένιωσε τόση ανακούφιση όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν ξαναπήγε στην Κέρκυρα. Ούτε ποτέ επιδίωξε να την ξαναδεί. Δεν έμαθε τίποτα γι’αυτήν. Η απογοήτευση στο βλέμμα της όμως ήταν κάτι που δε μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ.
Ετσι, έμεινε μόνο αυτό: κάθε τέτοια μέρα, επέτειος της μέρας που την πλήγωσε, πήγαινε στο Ζάππειο και της ζητούσε συγνώμη νοερά, με όλη του την ψυχή.
Σαν απολογία στο σύμπαν για την ύβρη που διέπραξε τότε. Σαν μετάνοια στα μάτια του Θεού. Σαν εξιλέωση…