Πριν λίγα χρόνια βρισκόμουν στο χωριό για τις ημέρες του Πάσχα και είχα μια έντονη διαφωνία με την μάνα μου μπροστά στον πεντάχρονο τότε, γιό μου.
Κάποια στιγμή γύρισα προς τον μικρό που έπαιζε λίγο πιο πέρα και τον είδα να μας κοιτά με μεγάλη προσοχή και να χαμογελά.
Παραξενεμένη και για να αποφορτίσω την ένταση τον ρώτησα, χρωματίζοντας με πειραχτικό τόνο την φωνή μου, «Τι γελάς εσύ βρε ποντικάκι;»
Εκείνος έπιασε τα δεινοσαυράκια του και μου είπε, «Είστε αστείες».
«Δηλαδή πώς νιώθεις που μας βλέπεις;», ξαναρώτησα με μεγαλύτερη περιέργεια.
«Σα να βλέπω θέατρο», απάντησε και επέστρεψε στο παιχνίδι του.
Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα πώς βλέπουν άραγε τα παιδιά τις σχέσεις των μεγάλων. Προφανέστατα, δεν αντιλαμβάνονται τα πράγματα όπως εμείς.
Σαν παιδί οι μεγάλοι σου φαίνονται πιο μεγάλοι. Πιο ψηλοί, πιο παχείς, πιο γίγαντες, πιο έξυπνοι, πιο σοφοί.
Φυσικά σου φαίνονται έτσι, αφού εσύ είσαι μόνο το παιδί και εξαρτάσαι απολύτως από αυτούς. Επίσης, όλα είναι καινούρια και ακατανόητα. Καμιά φορά μοιάζουν μπερδεμένα, αφού άλλα σου λένε κι άλλα βλέπεις να κάνουν.
Θυμάμαι τις σκέψεις της μικρής Χαράς, του ξανθού σγουρομάλλικου κοριτσιού, στα εφτά του.
«Η μαμά μου είναι πανέμορφη και πολύ γρήγορη. Τακτοποιεί τα πάντα αμέσως. Ο μπαμπάς μου είναι ένας γίγαντας. Τόσο ψηλός και δυνατός.
Καμιά φορά την πλησιάζει εκεί που πλένει τα πιάτα και της χαϊδεύει τα μαλλιά. Νομίζω ότι την αγαπάει κι ας του φωνάζει, «Αμαν βρε Κώστα, με τρόμαξες!» κι εκείνος της απαντά, «Σταμάτα πια με τις δουλειές».
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να παίζουν χαρτιά και να γελάνε. Όταν, όμως, τσακώνονται γιατί η μαμά λέει ότι ο μπαμπάς την κλέβει, τρομάζω.
Αφού παίζουν γιατί τσακώνονται; Κι αυτή η μαμά, είναι ανάγκη να τα παίρνει όλα τόσο σοβαρά; Μήπως τότε φεύγει και η αγάπη τους; Και μετά τι γίνεται; Ξανάρχεται;
Καμιά φορά συζητάνε πολύ σοβαρά και ανησυχώ μήπως συμβαίνει κάτι. Λες να ανακάλυψαν ότι τρώω κρυφά τα σοκολατάκια; Μα γιατί δε μου λένε; Αφού οι οικογένειες δεν έχουν μυστικά.
Παράξενοι είναι οι παντρεμένοι γονείς.
Ο μπαμπάς μου έχει ένα φίλο, τον Μανώλη, που αντί να μιλάει φωνάζει. Όταν έρχεται σπίτι μας με ξεκουφαίνει, νομίζω ότι όλη η γειτονιά τον ακούει με αυτή τη βροντερή φωνή που έχει. Είναι αθυρόστομος και σε κάθε κουβέντα του θα πει σίγουρα πέντε φορές «ρε μαλάκα».
Έτσι μιλάνε οι φίλοι μεταξύ τους; Φωνάζουν και βρίζουν;
Τότε εμένα γιατί μου λένε ότι οι φίλοι αγαπιούνται και μιλάνε όμορφα μεταξύ τους; Αν μου μιλήσει έτσι ο Θοδωρής, που είναι ο καλύτερός μου φίλος, ο μπαμπάς θα του κόψει τον κώλο.
Μάλλον όταν είσαι μεγάλος επιτρέπεται να βρίζεις τους φίλους σου. Αφού το κάνει ο μπαμπάς μου τότε είναι σίγουρα σωστό.
Και η μαμά μου έχει μια καλή φίλη, την Ελπινίκη. Είναι δασκάλα και η μαμά μου την εκτιμά πολύ. Εγώ όχι και τόσο. Σιγά, επειδή είναι δασκάλα; Σκασίλα μου.
Είναι πολύ σοβαρή και πάντα όταν έρχεται σπίτι μας μιλάνε σοβαρά με τη μαμά μου και όλο για προβλήματα λένε. Ποτέ δε γελάνε μαζί. Φαίνεται ότι οι δασκάλες μιλάνε μόνο σοβαρά.
Εγώ αγαπώ πολύ την άλλη καλή της φίλη, τη Νατάσσα. Είναι κομμώτρια και όταν έρχεται σπίτι με αγκαλιάζει, με φιλάει, με ζουπάει, μου λέει ότι ζηλεύει τα μαλλιά μου και ορκίζεται ότι δε θα μου τα κόψει ποτέ.
Και με τη μαμά μου μόνο χαχανίζουν και καπνίζουν και τα γέλια τους ακούγονται ως τον δρόμο. Τότε χαίρομαι κι εγώ πάρα πολύ.
Πάντως η μαμά μου λέει ότι τις αγαπάει και τις δύο το ίδιο. Όμως πώς γίνεται να τις αγαπάει το ίδιο αφού είναι τόσο διαφορετικές;
Η μαμά μου έχει μια μαμά και μια γιαγιά. Όταν είμαστε και οι τέσσερις στο σπίτι της γιαγιάς μου, όλες λέμε «μαμά» η μια την άλλη και γελάμε.
Όμως καμιά φορά, δηλαδή πολύ συχνά, η μαμά μου τσακώνεται με τη μαμά της και μιλάνε άγρια μεταξύ τους. Πω πω, θυμώνουν πάρα πολύ. Ειδικά η γιαγιά τσιρίζει.
Τότε η προγιαγιά, που είναι καθισμένη πάντα δίπλα στο τζάκι λέει στην γιαγιά μου, «Α μωρή ζεβζέκω, άμα σε πιάσω, δεν το αφήνεις σε ησυχία το κορίτσι; Τι σε φταίει μωρή και το βρίζεις; Αι κοίτα τη δουλειά σου».
Τότε η γιαγιά μου την αγριοκοιτάει και μουρμουρίζει, αλλά ποτέ δεν καταλαβαίνω τι λέει. Η προγιαγιά πάντα μετά από αυτούς τους καυγάδες με φωνάζει, «Έλα εδώ εσύ ρούσα μου, μη νοιάζεσαι. Έτσι μαλώνουν οι μάνες με τις κόρες, μα στο βάθος αγαπιούνται».
Τελικά αυτή η αγάπη είναι παράξενο πράγμα. Δε θα την καταλάβω ποτέ.
Η μαμά μου έχει και μπαμπά. Άλλα δεν τον ξέρω και πολύ, γιατί είναι στη Γερμανία. Είναι, λένε, μετανάστης.
Πολύ κακιά λέξη μου φαίνεται αυτή. Χειρότερη κι από το «μαλάκας». Κανονικά ούτε η μαμά μου τον ξέρει τον μπαμπά της, γιατί έφυγε μετανάστης όταν ήταν μικρή και ερχόταν σπάνια.
Τον περίμεναν με αγάπη και τους έφερνε πολλά δώρα. Κι εκείνος λέει κάθε φορά στο τηλέφωνο ότι τους αγαπάει. Αφού όμως έχει τόσα χρόνια να τους δει, πώς τους αγαπάει;
Φαίνεται ότι η αγάπη υπάρχει ακόμη κι όταν δεν βλέπεις τον άλλον.
Ο μπαμπάς μου δεν έχει μαμά. Πέθανε όταν εγώ ήμουν μωρό. Έχουμε μια φωτογραφία στο σαλόνι και καμιά φορά ο μπαμπάς την κοιτάει και τα μάτια του είναι πολύ στεναχωρημένα.
Τότε εγώ πάω και τον αγκαλιάζω και εκείνος μου λέει ιστορίες, ότι ήταν η καλύτερη μαμά του κόσμου και ότι της μοιάζω πολύ.
Φαίνεται ότι την αγαπάει κι ας έχει πεθάνει. Μάλλον αυτή η αγάπη δε σταματάει όταν πεθάνει αυτός που αγαπάς.
Αυτό το καταλαβαίνω. Κι εγώ αγαπάω ακόμη το γατάκι μου τον Τζόνι κι ας πέθανε. Όμως θα το αγαπάω για πάντα;
Πρέπει να ρωτήσω τον μπαμπά μου αν θα αγαπάει για πάντα τη μαμά του κι ας έχει πεθάνει.
Εγώ πάντως όταν μεγαλώσω έχω αποφασίσει ότι θα το καταλάβω αυτό το παράξενο πράγμα που λέγεται αγάπη και που μπλέκεται σε όλες τις σχέσεις των μεγάλων.»