Η Μαρίνα και ο Θοδωρής γνωρίστηκαν έναν Δεκέμβρη στο ταμείο του Δαναού. Εκείνη έφευγε από τον γκισέ έχοντας βγάλει το εισιτήριό της όταν εκείνος σκόνταψε και έπεσε πάνω της.
Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι για τον επόμενο ενάμιση μήνα ήταν αχώριστοι.
Ο Θοδωρής την ερωτεύτηκε παράφορα και την έκανε να νιώθει σαν την πριγκίπισσα του παραμυθιού. Πόσα λόγια υπέροχα, πόσες νύχτες δίπλα στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού της με κρασί κι έρωτα, πόσες ατέλειωτες βόλτες στην χειμωνιάτικη Αθήνα, πόσες μικρές εξορμήσεις στα χιόνια και μετά επιστροφή κάτω από ζεστό πάπλωμα του σπιτιού του…
Συναισθήματα ξεχασμένα και για τους δύο αφού στα 35 τους ήξεραν πια καλά πως ο έρωτας είναι δύσκολο εγχείρημα να επιτευχθεί μέσα στην πολυπλοκότητα της ζωής τους αλλά και στον κυνισμό που φέρνει η ωριμότητα.
Ζούσαν σε ένα σύννεφο πάθους που τίποτα δεν το άγγιζε. Εκείνος έμοιαζε ο πιο ευτυχισμένος άνδρας του κόσμου και η συνάδελφός του και κολλητή του φίλη εκμυστηρεύτηκε στη Μαρίνα, που τώρα ήταν και δική της κολλητή, ότι δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι.
Ώσπου μια μέρα, ο Θοδωρής της έστειλε ένα μήνυμα ότι δεν ξέρει τι του συμβαίνει και χρειάζεται χρόνο μακριά της για να σκεφτεί.
Μετά την πρώτη έκπληξη, η κοπέλα έπεσε να πεθάνει. Η απόρριψη του Θοδωρή την τσάκισε. Έμεινε για μέρες στο κρεβάτι μη μπορώντας να ανταπεξέλθει στο καθημερινό της πρόγραμμα, έκλαιγε συνέχεια και τις νύχτες έπαιρνε το αυτοκίνητο και τερμάτιζε το κοντέρ στην Εθνική, φλερτάροντας με τον θάνατο.
Τι ήταν άραγε αυτό που έκανε την Μαρίνα να παίζει τη ζωή της κορώνα γράμματα για μια γνωριμία διάρκειας ενάμιση μήνα; Γιατί σπάραζε τόσο βαθιά; Γιατί ο πόνος να είναι τόσο μεγάλος για μια τόσο σύντομη γνωριμία;
Αυτή η συμπεριφορά δεν ταίριαζε καθόλου σε μια γυναίκα 35 ετών, ώριμη, ολοκληρωμένη, με εμπειρίες στη ζωή και στις σχέσεις.
Η απόρριψη είναι πράγματι μια κατάσταση που μας πονάει όλους. Μας ενοχλεί πολύ, ακόμη όταν δε μας πολυνοιάζει ο άλλος. Είναι καρφί στη καρδιά, σπαραγμός κι εγκατάλειψη, ψυχική και σωματική κατάρρευση, απόγνωση και απελπισία.
Μοιάζουμε με εγκαταλελειμμένα παιδάκια που έχασαν τη μαμά τους στην γεμάτη κόσμο πλατεία.
Χειρότερα: μοιάζουμε με εγκαταλελειμμένα παιδάκια που η μαμά τους έφυγε θυμωμένη μαζί τους και τα παράτησε στη γεμάτη κόσμο πλατεία.
Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που κάποιος μας απορρίπτει, γινόμαστε ακριβώς αυτό: μικρά εγκαταλελειμμένα παιδάκια που αποζητούμε την επιβεβαίωση και την αγάπη από τους άλλους.
Όταν ο Θοδωρής εγκατέλειψε την Μαρίνα, εκείνη έπαψε να είναι η 35χρονη γυναίκα. Μέσα της έγινε εκείνο το κοριτσάκι που έχει απορριφθεί για χρόνια από τους γονείς της – αφού όλοι οι γονείς του κόσμου φέρονται στα παιδιά τους με το γνωστό μοτίβο «Άμα είσαι καλό παιδί θα σ΄ αγαπώ».
Κι έτσι, οι Μαρίνες όλου του κόσμου μεγαλώνουν με το δόγμα ότι αξίζουν την αγάπη μόνο αν είναι καλές άρα όταν την χάνουν, προφανέστατα φταίνε εκείνες γιατί δεν ήταν αρκετά καλές, αρκετά όμορφες, αρκετά αδύνατες, αρκετά γυμνασμένες, αρκετά ψηλές, αρκετά θηλυκές.
Αυτό είναι ένα φορτίο αβάσταχτο.
Όταν οι άνθρωποι χωρίζουν, το συναίσθημα που θα έπρεπε να αναμένει κανείς από συναισθηματικά ώριμους ανθρώπους είναι η λύπη.
Η λύπη είναι ένα καθαρό συναίσθημα. Είναι βαθύ -όσο πιο υψηλής ποιότητας η σχέση, τόσο πιο βαθειά η λύπη- είναι ολοκληρωτικό, είναι δύσκολο συναίσθημα, όμως δε σε παραλύει.
Την λύπη την κουβαλάς μαζί σου όπου και να πας∙ παρόλα αυτά δεν σε καθιστά δυσλειτουργικό. Η λύπη μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου.
Επίσης, η λύπη σε αφήνει να αναγνωρίσεις τους λόγους που την προκαλούν: «Ήθελα τόσο πολύ να είμαι μαζί του γιατί είναι τόσο ξεχωριστός. Λυπάμαι τόσο πολύ που τον έχασα. Ήμουν τόσο τυχερή που ζήσαμε μαζί. Με πονάει που δεν μπορώ να τον αγκαλιάσω.»
Η απόρριψη όμως, έχει να κάνει μόνο με εμάς : «Πώς μπόρεσε και μου το έκανε αυτό; Πώς θα γυρίσω εγώ τώρα στην άδεια ζωή μου; Ποιος θα με κάνει να νιώθω μοναδική και σπάνια; Γιατί δε με αγαπά όπως εγώ; Γιατί χάθηκε όλο αυτό το παραμύθι; Γιατί μου το έκανε αυτό;»
Σας θυμίζει κάτι;
Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσουμε την απόρριψη; Φυσικά υπάρχει. Και είναι απλός: Δε σε απέρριψε. Απλώς δε σε διάλεξε. Τόσο απλό. Δε φταις, ούτε εκείνος φταίει.
Είναι σα να δοκιμάζεις το κόκκινο και το μπλε και να διαλέγεις το μπλε. Αυτό δε σημαίνει κάτι αρνητικό για το κόκκινο. Το κόκκινο δε φταίει. Το κόκκινο είναι ένα εξαιρετικό χρώμα. Απλώς εσύ προτιμάς το μπλε.
Μπορεί το παράδειγμα να φαίνεται απλοϊκό όμως σκεφτείτε το λίγο: Η ερμηνεία που δίνουμε στο κάθε γεγονός είναι το σημαντικό και οχι το ίδιο το γεγονός. Η αξία μας δεν εξαρτάται από το αν θα μείνει ή θα φύγει εκείνος από τη ζωή μας. Η αξία μας είναι και πρέπει να είναι δεδομένη.
Και ο καθένας μας είναι ελεύθερος να φύγει. Προσέξτε: να φύγει. Όχι να μας εγκαταλείψει.
Ένα ρηματάκι αλλάζει την ερμηνεία. Και η διαφορετική ερμηνεία αρκεί για να διασφαλίσει την ψυχική μας ισορροπία.
Άλλωστε ο κόσμος είναι γεμάτος αξιόλογους ανθρώπους έτοιμους να αγαπήσουν εμάς που αγαπάμε τον εαυτό μας.