«Λίγα πράγματα αφήνουν πιο βαθύ σημάδι σ’έναν αναγνώστη από το πρώτο βιβλίο που βρίσκει το δρόμο για την καρδιά του.»
(C. R. Zafon)
Όποιος αγαπά το διάβασμα καταλαβαίνει πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η φράση.
Σκεφτείτε λίγο… Kλείστε τα μάτια σας και προσπαθήστε να θυμηθείτε ποιο ήταν για σας αυτό το βιβλίο. Δε θα σας πάρει παραπάνω από λίγα λεπτά.
Παρότι το διάβασμα ήταν για μένα πάντα δεύτερη φύση, αφού έμαθα να διαβάζω μυστηριωδώς πριν πάω σχολείο και κυκλοφορούσα παντού με ένα βιβλίο, εκείνο το πρώτο βιβλίο που βρήκε το δρόμο για την καρδιά μου ήταν το αριστούργημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν καλοκαίρι και ήμουν 16 χρονών. Το είχα πάρει μαζί μου στην παραλία γιατί πάντα βαριόμουν να κολυμπήσω. Με συνεπήρε: «Για να σωθεί ο κόσμος, πρέπει να σταυρωθεί ο Χριστός. Για να σταυρωθεί ο Χριστός, πρέπει ένας να τον προδώσει. Βλέπεις το λοιπόν πως για να σωθεί ο κόσμος ο Ιούδας είναι απαραίτητος. Πιο απαραίτητος από κάθε άλλον απόστολο. Ένας απόστολος να λείψει, δεν πειράζει. Αν λείψει όμως ο Ιούδας, τίποτα δε γίνεται. Ύστερα από το Χριστό, αυτός είναι ο πιο απαραίτητος. Κατάλαβες;»
Αυτό το βιβλίο έγινε φάρος και οδηγός στη ζωή μου. Με έμαθε να βλέπω πίσω από το προφανές. Ο προδότης δεν είναι απλώς ένας προδότης. Επιτελεί τον πιο σημαντικό ρόλο στις ζωές μας. Είναι αυτός που θα μας εξελίξει ως ανθρώπους. Από τότε, μετά από κάθε προδοσία και αφού νιώσω τα αναμενόμενα συναισθήματα του θυμού και της απογοήτευσης, αγκαλιάζω νοερά εκείνον που με πρόδωσε και του δίνω μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Αυτό το βιβλίο μου έδειξε πώς να βρω μέσα μου τη δύναμη της συγχώρεσης.
Το δεύτερο πιο σημαντικό βιβλίο της ζωής μου έμελλε να το διαβάσω κι αυτό καλοκαίρι. Ήμουν φοιτήτρια και είχα πάρει στις διακοπές μου να διαβάσω στο πρωτότυπο το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» του Ε. Χέμινγουεϊ. Το βιβλίο είναι κλασικό, δε χρειάζεται φυσικά να πω εγώ κάτι. Όμως η γραφή του Χέμινγουεϊ με συντάραξε. Ποτέ δεν είχα διαβάσει κάτι τόσο ολοκληρωμένο. Ακόμη και τώρα δε μπορώ να βρω τις λέξεις για να αποδώσουν το συναίσθημα που είχα νιώσει. Όταν άρχισα να ψάχνω τη ζωή και το έργο του Χέμινγουεϊ ανακάλυψα ότι είχε γράψει το συγκεκριμένο βιβλίο 39 φορές μέχρι να καταλήξει στο τελικό! Και κάπως έτσι τα όνειρά μου να γίνω συγγραφέας έγιναν συντρίμμια, αφού πια το πρότυπό μου ήταν αξεπέραστο. Χαλάλι του!
Το επόμενο καλοκαίρι «συναντήθηκα» με τον Ιρ. Γιάλομ αφού στην αγαπημένη μου «Πολιτεία», η πωλήτρια σχεδόν με ανάγκασε να βάλω στις αγορές μου το πολύ πετυχημένο βιβλίο του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, το timing ήταν εκπληκτικό κι έτσι, στις παραλίες της Σκοπέλου, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ψυχανάλυση και πώς αυτή λειτουργεί θεραπευτικά. Το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όποιον είναι διστακτικός απέναντι στην ψυχανάλυση με την ευχή να του ανοίξει τους ίδιους δρόμους αυτογνωσίας που άνοιξε και σε μένα. Το παράδοξο είναι ότι αυτό το βιβλίο το (ξ)έχασα το επόμενο καλοκαίρι στο αεροπλάνο στην πτήση μου προς Βιέννη! Καταπληκτική σύμπτωση ομολογουμένως, αφού η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται στην Βιέννη του 19ου αιώνα.
Δυο καλοκαίρια αργότερα και μέσω του bookcrossing (απελευθερώνεις ένα βιβλίο, που θεωρείς ότι αξίζει να διαβαστεί, σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο σημείο-παγκάκι ή καφέ ή αλλού-ώστε να το βρει κάποιος άλλος αναγνώστης και με τον ίδιο τρόπο βρίσκεις κι εσύ κάποιο άλλο) έπεσε στα χέρια μου το «Ευτυχώς που δε γεννήθηκα όμορφη…» του Κ. Καρακαση. Ο τίτλος πιασάρικος, δεν το συζητώ. Ένα βιβλίο που με ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη με έναν τρόπο σχεδόν παραμυθένιο. Από τα λίγα βιβλία που με έχουν συνεπάρει τόσο. Κάθε φορά που το έκλεινα, μόνο και μόνο επειδή τα μάτια μου δεν άντεχαν άλλο, ένιωθα ότι «έβγαινα» από τον κόσμο του και ξανάμπαινα στο σώμα μου για να ξαναγίνω η Χαρά. Για να σας δώσω να καταλάβετε, το διάβαζα στη βεράντα του δωματίου στις Ροβιές της Εύβοιας με θέα τη θάλασσα κι ένα βράδυ μια τεράστια αράχνη είχε κάτσει δίπλα στο χέρι μου που το ακουμπούσα στο τραπέζι και δεν μπορούσα να σταματήσω το διάβασμα για να τη διώξω! Το κακό ήταν ότι το τελείωσα μέσα σε τρεις μέρες και μετά το κενό που μου άφησε ήταν δυσαναπλήρωτο εκείνο το καλοκαίρι.
Θα κλείσω την περιήγησή μου στα βιβλία που σημάδεψαν τα καλοκαίρια μου με το, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο-σύμβολο για όλους τους βιβλιόφιλους: «Το χάρτινο σπίτι» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκεζ. Δε θυμάμαι πώς ήρθε αυτό το βιβλίο στα χέρια μου, αν το αγόρασα ή αν μου το χάρισαν. Εκείνο το καλοκαίρι ανήκα στην ελίτ των τυφλωμένων από έρωτα γυναικών και θυμάμαι ελάχιστες λεπτομέρειες από τα συμβατικά, καθημερινά πράγματα. Εκείνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι το διάβαζα στην αγκαλιά του αγαπημένου μου και ότι μέσα από αυτό το βιβλίο μπόρεσα να δω καθαρά ότι τα βιβλία ξεχωρίζουν όχι μόνο για το περιεχόμενό τους.
Ότι στην ουσία χτίζουν μέσα μας καινούριες πραγματικότητες, αλλάζουν τις ζωές μας με έναν τρόπο μαγικό, γκρεμίζουν πεποιθήσεις και ανοίγουν δρόμους. Ότι τα βιβλία είναι ζωντανοί οργανισμοί – κι αυτό ακριβώς πραγματεύεται το βιβλίο με τρόπο πρωτότυπο και περίτεχνο, που κάθε αναγνώστης θα εκτιμήσει.
Τι θα λέγατε, με τη σειρά σας, να μοιραστείτε μαζί μας τη δική σας αγαπημένη πεντάδα βιβλίων που σημάδεψε τα δικά σας καλοκαίρια; Οι βοτσαλωτές παραλίες και οι δροσερές καλοκαιρινές βεράντες μας περιμένουν για να διαβάσουμε –ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες– υπέροχα, εκπληκτικά βιβλία.