Λένε γενικά πως ένας αποχωρισμός πιο δύσκολος είναι για ‘κείνον που μένει πίσω. Αισθάνεται σαν του παίρνουν πίσω κάτι που του είχαν χαρίσει και μένει με χέρια αδειανά. Κάπως έτσι πρέπει να ‘ναι για ‘κείνους που διατηρούν μια σχέση από απόσταση, την ώρα που αποχαιρετούν τον άνθρωπό τους και τον κοιτούν να επιβιβάζεται στο τρένο. Και μόνο η σκέψη ότι πρόκειται να γυρίσουν σ’ ένα άδειο σπίτι προδιαθέτει μια κατάθλιψη.
Ούτε για ‘κείνον που φεύγει, όμως, είναι εύκολο. Αφήνεις τον άλλο πίσω και αναχωρείς με προορισμό τη ρουτίνα σου. Μια ρουτίνα στην οποία δυστυχώς εκείνος δεν αποτελεί απτή πραγματικότητα. Ξεφυσάς με παράπονο και μόνο στην ιδέα.
Έχουν κάτι αμήχανο οι αποχαιρετισμοί. Δεν είναι τόσο θλιβεροί, όσο αμήχανοι, γι’ αυτό πιστεύω ότι οι περισσότεροι δεν τους αντέχουν. Πώς να χωρέσεις σε μερικά μόνο λεπτά όλα αυτά που θέλεις να πεις, όλα όσα νιώθεις πως πρέπει να εκφράσεις πριν φύγεις; Μην παραλείψεις κάτι τώρα, γιατί μετά θα ‘ναι πολύ αργά για να το πεις. Είναι αμήχανοι οι αποχαιρετισμοί, γιατί έχουν αυτό το βεβιασμένο συναίσθημα. Να δείξεις στον άλλον πόσο πρόκειται να σου λείψει, να τον διαβεβαιώσεις πως πέρασες υπέροχα και να πάρεις κι εσύ την ίδια επιβεβαίωση. Μη φύγεις με κάποια αμφιβολία, γιατί ποιος σου λέει ότι όλα λύνονται απ’ το τηλέφωνο;
Ήταν το ωραιότερο σαββατοκύριακο της ζωής σου. Όπως φυσικά και κάθε σαββατοκύριακο που τον επισκέπτεσαι. Τα χιλιόμετρα που σας χωρίζουν είναι αμελητέα, όταν αποφασίζεις να πας να τον δεις και στο «πήγαινε» το ταξίδι κάθε άλλο παρά κουραστικό το λες. Δεν πα’ να ‘ναι και πέντε ώρες διαδρομή, κάθε λεπτό που περνάς μέσα σ’ εκείνο το τρένο είναι κι ένα λεπτό πιο κοντά στον άνθρωπό σου.
Όσο πλησιάζεις στο σταθμό ο ενθουσιασμός κι η ανυπομονησία σου ολοένα και αυξάνονται κι είναι λες και πρόκειται να συναντηθείτε για πρώτη φορά. Όταν σκέφτεσαι ότι είναι ήδη στην αποβάθρα και σε περιμένει, κουνιέσαι νευρικά στη θέση σου, δε σε χωράει ο τόπος. Όσο για τη στιγμή της επανασύνδεσης, δεν μπαίνω καν στον κόπο να προσπαθήσω να την περιγράψω με λέξεις – σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις τα λόγια είναι περιττά κι αδικούν τη στιγμή.
Ούτε κατάλαβες πότε πέρασε το σαββατοκύριακο. Πότε κατέβηκες απ’ το τρένο, σαρώνοντας με τα μάτια σου την αποβάθρα για να τον εντοπίσεις, πότε ξανανεβαίνεις, διστάζοντας να κοιτάξεις πίσω, μην ηλεκτριστεί περαιτέρω η ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Κάτι τέτοιες σκέψεις γυρνούν στο κεφάλι σου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής και πού και πού σου φεύγει μηχανικά ένα χαμόγελο. Έχετε ήδη κανονίσει πότε θα ξαναβρεθείτε, πρότεινες να ‘ρθει στην πόλη σου αυτή τη φορά, οπότε σειρά σου να περιμένεις. Και κάπως πρέπει να γεμίσεις το χρόνο σου μέχρι τότε, να ξεχνιέσαι λίγο, να περνά και πιο γρήγορα ο καιρός. Τσεκάρεις το πρόγραμμά σου τις επόμενες εβδομάδες κι ευγνωμονείς για τις εκάστοτε υποχρεώσεις που πρόκειται ν’ απασχολήσουν το μυαλό σου και την ενέργειά σου, μέχρι να ξαναβρεθείτε. Κυλάει πιο όμορφα και πιο ανώδυνα η καθημερινότητα, όταν έχεις κάτι να περιμένεις.
«Στείλε μου όταν φτάσεις», σου είπε. Ο ένας και μοναδικός λόγος που ανυπομονείς να φτάσεις σπίτι. Βασικά εσύ ήδη από τώρα θες να στείλεις, αλλά σου φαίνεται λίγο κουλό. Πριν λίγο ήσασταν μαζί. Ας είναι, θα κάνεις υπομονή. Έχεις αποκτήσει, άλλωστε, μπόλικη απ’ αυτήν τελευταία. Βάζεις ακουστικά στ’ αυτιά κι αγναντεύεις απ’ το παράθυρο. Κι από μέσα σου βρίζεις το χρόνο, που δε σ’ αφήνει ποτέ να χορτάσεις όλα αυτά που λατρεύεις.
Σπας το κεφάλι σου, προσπαθώντας να καταλάβεις πώς είναι δυνατόν να νιώθεις χαρά και πίκρα ταυτόχρονα. Σου φαίνεται οξύμωρο, σε μπερδεύει και σ’ εκνευρίζει. Σαν να ‘χεις αρχίσει να το συνηθίζεις, όμως. Μπορεί σιγά-σιγά ν’ αρχίζει να σ’ αρέσει κιόλας. Κι ας μη στέκει. Δε χρειάζεται να βγάζει κάτι νόημα για να ‘ναι αληθινό. Κι εσύ αυτό το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους.
Επιμέλεια Κειμένου Δάφνης Μαυρίδου: Ιωάννα Κακούρη