Τρίτη πρωί, 9.35 π.μ., λεωφορείο 77, συνηθισμένη θέση δίπλα στο παράθυρο. Στ’ αυτιά ακουστικά, κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι. Έξω ρίχνει καρέκλες κι εκείνος από μέσα του κατεβάζει καντήλια. Και του το ‘λεγε η μάνα του «πάρε, βρε πουλάκι μου, μια ομπρέλα, για βροχή το πάει» κι αυτός στην κοσμάρα του. Πάλι μούσκεμα θα γίνει μέχρι να φτάσει στη δουλειά. Πνίγει ένα χασμουρητό, προσπαθώντας να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Ο οργανισμός του απαιτεί την πρωινή δόση καφεΐνης και μάταια προσπαθεί να τον ξεγελάσει. Τα σιχαίνεται τα λεωφορεία!
Το όχημα κάνει στάση κι ανεβαίνει εκείνη λαχανιασμένη και βρεγμένη ως το κόκκαλο. Τουλάχιστον πρόλαβε το λεωφορείο. Σκατά, πάλι θ’ αργήσει ούτως ή άλλως. Μα γιατί ποτέ να μην ακούει το γαμημένο το ξυπνητήρι; Και πώς δε γουστάρει όταν μπαίνει στο αμφιθέατρο καθυστερημένη στη μέση της διάλεξης και γυρνάνε όλοι και την κοιτάνε! Τα νεύρα της πρωί – πρωί!
Ξεφυσάει και σκανάρει εξονυχιστικά το λεωφορείο, μπας και της χαμογελάσει η τύχη κι υπάρχει κάποια θέση κενή. Και η τύχη, όχι απλά της χαμογελά, αλλά της κλείνει και τσαχπίνικα το μάτι. Ένας κυριούλης σηκώνεται και αφήνει άδεια τη θέση δίπλα σ’ εκείνον. Δε χρειάζεται παρά μια φευγαλέα ματιά για να συνειδητοποιήσει πόσο ωραίος είναι. Κάθεται δίπλα του και τσεκάρει διακριτικά την αντανάκλασή της στο τζάμι. Τέλεια, τα μαλλιά της έχουν γίνει αφάνα από την υγρασία και η μύτη της κατακόκκινη απ’το κρύο. «Σήμερα βρήκες, Θεέ μου; Σήμερα, που δε βλέπομαι;»
Εκείνος, με το κεφάλι πάντα στηριγμένο στο τζάμι, τη διακρίνει μέσα από την αντανάκλασή της. Αυθόρμητα γυρνάει να την κοιτάξει. Τα βλέμματά τους προλαβαίνουν να συναντηθούν το πολύ για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, προτού εκείνη κατεβάσει τα μάτια της στα γόνατά της. Ιδέα του είναι ή η τύπισσα ψιλοκοκκίνισε; Χαμογελάει ανεπαίσθητα στον εαυτό του και ξαναγυρνά στο παράθυρο. Σαν να του ‘φυγε η νύστα πάντως.
Καθόλου δεν της αρέσει να αισθάνεται αμήχανα! Και πώς είναι δυνατόν, εν τέλει, να της προκαλεί νευρικότητα κάποιος που ούτε καν γνωρίζει; Είναι η ωραία η νευρικότητα, βέβαια. Αλλά θα την αγνοήσει. Και τι να κάνει; Άμα κάνει πως χαζεύει έξω απ’το παράθυρο, εκείνος θα νομίζει ότι τον κοιτάει, όπως πριν. Και παρεξηγήσεις δε θέλουμε. Ας βάλει κι αυτή τ’ ακουστικά της, λοιπόν.
Σε μια απότομη στροφή πέφτει ολόκληρη πάνω του. Γουρλώνει τα μάτια της, κατόπιν του χαμογελά βεβιασμένα, ξανά το βλέμμα κάτω και ύστερα ευθεία μπροστά. Εκείνος μένει να την παρατηρεί. Είναι πολύ χαριτωμένη τελικά. Και μικροδείχνει. Πώς να τη λένε άραγε; Τον κυριεύει μια ξαφνική επιθυμία να της πιάσει την κουβέντα, να τη γνωρίσει καλύτερα. Βγάζει αποφασιστικά τ’ ακουστικά από τ’ αυτιά του και στρέφει το σώμα του προς το μέρος της. Εκείνη μένει ασάλευτη, σαν να μην αντιλαμβάνεται πλέον την παρουσία του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, παίρνει το κινητό στα χέρια της και κάτι πληκτρολογεί. Εντάξει, τώρα νιώθει εντελώς ηλίθιος!
Εμ έγινε ρεζίλι έτσι όπως έπεσε πάνω του, εμ έχει κάτσει και την κοιτάει επίμονα. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται τώρα για ‘κεινη! Πρέπει να φανεί απασχολημένη, να το παίξει λίγο άνετη, ρε παιδί μου. Παίρνει το κινητό της και με ύφος σοβαρό αρχίζει να πληκτρολογεί ασυναρτησίες. Σμίγει και τα φρύδια, τάχα προβληματισμένη και σκεπτόμενη, να φανεί πιο πειστικό. Κοιτάζει προς το μέρος του με την άκρη του ματιού της. Εκείνος έχει ξαναγυρίσει μπροστά και δεν την κοιτάζει πια. Μήπως έκανε βλακεία;
Πώς θα γίνει να την ξαναδεί; Του έχει σκαλώσει το μυαλό. Να ήξερε τουλάχιστον κάποια βασική πληροφορία γι’αυτή, κάτι για να την αναζητήσει. Αν και έχει πλάκα το παιχνιδάκι που παίζουν τόση ώρα, αυτό το κρυφτούλι με τα μάτια. Ίσως να μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι. Μάλλον δε θα μάθει ποτέ, γιατί τώρα αυτή σηκώνεται, κάπως απρόθυμα έχει την εντύπωση, και περνά το σακίδιό της στον ώμο. Του χαρίζει ένα χαμόγελο και κάνει μεταβολή προς την πόρτα.
Προτού κατέβει, γυρνά να τον ξανακοιτάξει. Της χαμογελάει κι αυτός! Από την ταραχή της παραλίγο να σκοντάψει στην άκρη του πεζοδρομίου. Καθώς ο οδηγός βάζει μπρος και το λεωφορείο περνάει από μπροστά της, τον βλέπει αμυδρά να τη χαιρετά μέσα από το τζάμι. Ίσως να το φαντάστηκε. Ίσως, από την άλλη, να πρέπει να επανεξετάσει το ενδεχόμενο να φεύγει αργοπορημένη από το σπίτι τις Τρίτες.
Επιμέλεια Κειμένου Δάφνης Μαυρίδου: Σοφία Καλπαζίδου