Σήμερα θα μιλήσουμε για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ταυτόχρονα πολύπλοκη έννοια, τη λεγόμενη «ενσυναίσθηση». Ο όρος αυτός αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να ταυτίζεται συναισθηματικά με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου και κατ’ επέκταση να κατανοεί τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δυνατότητα να βιώνει κανείς τα γεγονότα απ’ την οπτική γωνιά του άλλου, χωρίς παράλληλα να «χάνει» τον εαυτό του, αλλοιώνοντας την προσωπική του κρίση.
Κάτι που σίγουρα έχει συμβεί και συχνά συμβαίνει σε όλους μας είναι όταν ένα κοντινό μας πρόσωπο μοιράζεται μαζί μας ένα πρόβλημά του, να δίνουμε απαντήσεις τύπου: «Έλα μωρέ, σιγά το πράγμα! Πώς κάνεις έτσι;» ή «Εντάξει, μην το παίρνεις τόσο κατάκαρδα». Οι απαντήσεις τέτοιου είδους κάθε άλλο παρά βοηθητικές είναι.
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, επομένως βιώνει όλα όσα του συμβαίνουν με τρόπο διαφορετικό από τους υπόλοιπους. Αυτό σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα όλοι με τον ίδιο τρόπο και σε αυτή ακριβώς τη διαφορετικότητα οφείλουμε να δείξουμε σεβασμό κι αποδοχή. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου και να αναγνωρίσουμε την οπτική του γωνία ως τη δική του αλήθεια και να την αποδεχτούμε, χωρίς απαραίτητα να την ενστερνιστούμε.
Οι προαναφερθείσες απαντήσεις αποτελούν δείγμα κριτικής, κάτι που θα πρέπει ν’ αποφεύγεται, όσο κι αν οι περισσότεροι από μας την απολαμβάνουν, ακόμα κι ασυναίσθητα. Εδώ που τα λέμε, σε ποιον αρέσει να κρίνεται γι ‘αυτά που νιώθει; Ίσα – ίσα θα ήταν καλύτερο ν’ αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή απέναντί μας τολμά να μας ανοιχτεί και να εκφράσει με τον οποιονδήποτε τρόπο τα συναισθήματά του, παρά να τα κρίνουμε είτε ως παράλογα είτε ως άνευ σημασίας.
Επίσης, κάτι άλλο που τείνουμε συχνά να κάνουμε σε μια προσπάθεια να βοηθήσουμε τους γύρω μας είναι να τους χρυσώνουμε το χάπι. Επιθυμώντας να τους περάσουμε λίγη αισιοδοξία, χρησιμοποιούμε φράσεις όπως: «Δεν πειράζει, όλα καλά θα πάνε» ή «Όλα περνάνε» κι εκείνες τις κλασικές που ξεκινούν με το «τουλάχιστον». Για παράδειγμα: «Οι υπερωρίες στη δουλεία μ’ έχουν εξαντλήσει!». Απάντηση: «Τουλάχιστον έχεις δουλειά». Μας υποχρέωσες, φίλε.
Οι άνθρωποί μας δεν έχουν ανάγκη ούτε τη συμπάθεια ούτε την κριτική μας. Το μόνο που χρειάζονται είναι να νιώσουν ότι είμαστε εκεί γι’ αυτούς και πρόθυμοι να τους κατανοήσουμε. Κι οι άνθρωποι που στις διαπροσωπικές τους σχέσεις επιλέγουν το δρόμο της ενσυναίσθησης είναι πραγματικά γενναίοι, γιατί στην ουσία ο μόνος τρόπος να συνδεθείς με τον άλλο, προκειμένου να κατανοήσεις πώς αισθάνεται είναι να επανασυνδεθείς με μια δικιά σου προηγούμενη εμπειρία που να σχετίζεται με το συγκεκριμένο συναίσθημα κι αυτό σε καθιστά κατά κάποιον τρόπο ευάλωτο.
Ελάχιστοι άνθρωποι θα έμπαιναν στη διαδικασία να αναβιώσουν ένα συναίσθημα, το οποίο συνήθως δεν είναι ευχάριστο, ώστε να μπορέσουν να αιτιολογήσουν την αντίδραση του προσώπου που έχουν απέναντί τους.
Η ενσυναίσθηση καλλιεργεί τον αμοιβαίο σεβασμό, την αλληλοκατανόηση και την εμπιστοσύνη. Συντείνει στη μείωση των εντάσεων και τη σύσφιξη των σχέσεων. Ενθαρρύνει την έκφραση των συναισθημάτων, καθώς και την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, ακόμα κι όταν οι απόψεις των άλλων δε συμπίπτουν με τις δικές μας.
Επομένως, πόσο πιο όμορφες κι υγιείς θα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις εάν βάζαμε τους εαυτούς μας λιγάκι πιο συχνά στη θέση των άλλων; Αν προσπαθούσαμε να δούμε τα πράγματα όπως τα βλέπουν αυτοί; Αν ακούγαμε ό,τι ακούν εκείνοι; Πόσο θα άλλαζε η συμπεριφορά μας απέναντι στους γύρω μας αν ξέραμε τι πραγματικά περνούν; Αν ήμασταν λιγότερο εγωιστές και περισσότερο ανοιχτόμυαλοι;
Μερικές φορές, λοιπόν, καλό θα ήταν ν’ αφήνουμε κατά μέρους τις συμβουλές και την απολυτότητα και να δίνουμε στους ανθρώπους γύρω μας να καταλάβουν πως δεν είναι μόνοι τους σε ό,τι περνάνε. Πως ό,τι κι αν γίνει θα είμαστε κάπου εκεί να τους σηκώσουμε και να τους στηρίξουμε, όταν αισθάνονται ότι τα δικά τους πόδια δεν είναι αρκετά δυνατά για να τους στηρίξουν.
Επιμέλεια Κειμένου Δάφνης Μαυρίδου: Πωλίνα Πανέρη