Πόσες φορές έδωσες ένα κομμάτι από τον εαυτό σου προκειμένου να βοηθήσεις κάποιον; Πόσες άλλες έδωσες όλο σου το «είναι» κι αυτό δε σου αναγνωρίστηκε ποτέ; Πόσες σχέσεις έληξες γι’ αυτόν τον λόγο -ερωτικές και μη; Για αρχή θα σου πω από πού προήλθε η ορολογία του «ευεργετηθέντος αχάριστου». Ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, για να χαρακτηρίσει τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο και ρήτορα Κτησίβιο, ο οποίος λέγεται πως αντί να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον άνθρωπο που τότε τον βοήθησε, τον κατηγόρησε για ανικανότητα. Τώρα που γνωρίζεις επίσημα την ορολογία, πόσες καταστάσεις που έζησες σου ήρθαν ξανά στο μυαλό και τις βάφτισες τώρα εκ νέου με επίσημο όνομα;
Ίσως να νομίζεις ότι σπατάλησες χρόνο, ή πως αδίκως ασχολήθηκες τόσο πολύ μ’ έναν άνθρωπο και χαράμισες συναισθήματα κι ενδιαφέρον ενώ δεν το άξιζε. Όμως εσύ, όσο και να φαίνεται το ανάποδο, είσαι σε πλεονεκτική θέση. Γιατί όλο αυτό το έχεις μέσα σου. Γιατί σε κάθε νέα ευκαιρία θα μπορείς να παράγεις ενδιαφέρον, θα μπορείς να νοιαστείς και να φροντίσεις κάποιον. Αντίθετα, ένας άνθρωπος που δεν εκτιμά τέτοιες συμπεριφορές είναι ένας άνθρωπος που ενδεχομένως να μην τις γνώρισε ποτέ. Σκέψου έναν άνθρωπο που ποτέ του δεν είχε κάποιον στο πλάι του, ούτε καν τους γονείς του, όταν χρειαζόταν βοήθεια. Σκέψου αυτόν τον άνθρωπο να έχει καταφέρει πολλά πράγματα στη ζωή του, μόνος του. Όταν κάποιος μπαίνει σ’ αυτό το μοτίβο και δε γνωρίζει πως μπορεί να του προσφερθεί βοήθεια από τρίτους, μεγαλώνει μαθαίνοντας πως όλα μπορεί και πρέπει να τα κάνει μόνος του. Η βοήθεια που πας εσύ να του προσφέρεις, του είναι άγνωστη συμπεριφορά. Πώς λοιπόν περιμένεις να την αναγνωρίσει όταν δεν την έχει βιώσει ποτέ του;
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να αναγνωρίζει ναι μεν ότι θες να του προσφέρεις βοήθεια αλλά παρ’ όλα αυτά να την αρνείται. Και η δική σου φυσιολογική αντίδραση θα είναι να κάθεσαι να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να προσφέρεις σε κάποιον βοήθεια χωρίς καν να μπει στο κόπο να τη ζητήσει και παρ’ όλα αυτά να την αρνείται κατηγορηματικά. Αλλά ακόμα και αυτή του η αντίδραση μπορεί να δικαιολογηθεί. Σκέψου ότι μπορεί να τον κάνεις να αισθάνεται απειλή ή και ανασφάλεια προσφέροντάς του βοήθεια. Γιατί; Γιατί μπορεί να νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο των πραγμάτων και της ζωής του γενικότερα. Βλέπεις, όταν έχεις μάθει να τα κάνεις όλα μόνος σου και ξαφνικά μπαίνει ένας άλλος άνθρωπος στο προσκήνιο με την πρόφαση της βοήθειας, μπορεί να νιώσεις πως κάτι δεν κάνεις καλά ή κάτι δεν μπορείς να καταφέρεις γι’ αυτό και σε βοηθούν.
Πολλές φορές μάλιστα, αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν και πώς να ανταποκριθούν στη βοήθεια. Όταν δεν το έχεις βιώσει, όταν αυτό το πράγμα δεν πηγάζει από μέσα σου, δε γνωρίζεις πως είναι ανιδιοτελές. Δε γνωρίζεις πως ο άλλος προσφέρει επειδή θέλει να προσφέρει και δεν είναι επειδή θέλει να κερδίσει κάτι από σένα ή περιμένει ανταλλάγματα. Οπότε, όταν εσύ βοηθάς, ο άλλος έχει στο μυαλό του το «πάρε-δώσε», το οποίο είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων σχέσεων, και θεωρεί πως υφίσταται και σ’ αυτήν τη περίπτωση. Έτσι, μπορεί να νιώθει πως κάτι πρέπει να δώσει κι αυτός, κάτι πρέπει να κάνει -αλλά δεν ξέρει τι. Έρχεται λοιπόν σε αμηχανία, σε σύγχυση με τον ίδιο του τον εαυτό και καταλήγει να απορρίπτει κάθε βοήθεια προκειμένου να μην μπει σ’ αυτό το τριπάκι.
Μια ακόμα εξήγηση για τη συμπεριφορά τέτοιων ανθρώπων δίνει και ο Αμερικάνος ψυχολόγος Lenore Walker στη «Θεωρία του κύκλου βίας». Σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεωρία λοιπόν, οι άνθρωποι που υπέστησαν βία στο παρελθόν τείνουν να επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο στις μελλοντικές σχέσεις τους. Τι σημαίνει αυτό; Αν το άτομο αυτό, σε μια παλιά του σχέση, υπέστη κάποια μορφή βίας, κακοποίησης ή και παρενόχλησης από τον ευεργέτη του, ανταποκρίνεται με αχαριστία ή αντιδράσεις εχθρικότητας σε κάθε πιθανό ευεργέτη του. Η αντίδραση αυτή λειτουργεί υποσυνείδητα σαν μηχανισμός άμυνας προκειμένου να προστατεύσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Το να κρατήσεις μια σχέση, είτε φιλική είτε ερωτική μ’ έναν τέτοιο άνθρωπο, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Κι αυτό γιατί πρέπει εσύ να κάνεις πολλή δουλειά με τον εαυτό σου, αποδεχόμενος ότι δεν μπορούν όλοι να σκέφτονται και να δίνουν όσα είσαι διατεθειμένος να δώσεις. Δεν μπορούν όλοι να εκτιμούν όσα τους δίνεις απλά και μόνο επειδή θα τα εκτιμούσες εσύ αν ήσουν στη θέση τους. Πρέπει να μπεις στη θέση του άλλου και να καταλάβεις πως αν δεν μπορεί να κατανοήσει κάτι, είναι γιατί ποτέ του δεν το έμαθε. Κι υπάρχει το ενδεχόμενο να μην μπορείς να του το μάθεις ούτε εσύ, ούτε κανείς πλέον -αν ο ίδιος δεν μπει στη διαδικασία να δουλέψει με τον εαυτό του.
Αν βρίσκεσαι σε μια τέτοια κατάσταση και θέλεις να παραμείνεις, χρειάζεται να φροντίζεις και τον ίδιο σου τον εαυτό παράλληλα. Αν έχεις συνηθίσει να προσφέρεις και να βοηθάς συνεχώς, μια τέτοια αντιμετώπιση σίγουρα θα σου κλονίσει την ψυχική σου υγεία. Αν θες να παραμείνεις δίπλα σ’ ένα τέτοιο άτομο και να προσπαθήσεις να τον κατανοήσεις και να τον δεχτείς όπως είναι, θα πρέπει να δίνεις και τον ανάλογο χρόνο στον εαυτό σου να οικειοποιηθεί της νέας τάξης πραγμάτων, κοινώς να «χωνέψεις» το διαφορετικό. Η διαδικασία αυτή -όσο δύσκολη και να είναι- θα σε ωριμάσει συναισθηματικά μιας και σε καλεί να αφήσεις στην άκρη εγωισμούς και όσα θεωρείς εσύ σωστά και να κατανοήσεις κάτι άλλο πέρα από αυτά που γνωρίζεις, κι ίσως και αντίθετο από αυτά που πρεσβεύεις. Στο εξής όμως θα διαχωρίζεις πιο εύκολα στο κεφάλι σου πως όσοι δε μας μοιάζουν, δεν είναι κακοί, είναι απλώς άνθρωποι που δεν έλαβαν ποτέ κατανόηση με τον σωστό τρόπο, άνθρωποι που δε βρέθηκε κανείς να τους «διαβάσει» και να τους βοηθήσει.
Αλλά και εσύ που δε θες να μπεις στη διαδικασία αυτή, ή αν έφυγες ήδη από τέτοιες παρόμοιες καταστάσεις, δε θα σε κατηγορήσει κανείς. Είναι δικαίωμά σου να προτιμάς την ψυχική σου ηρεμία και ν’ αναγνωρίζεις πως δε θέλεις ή δε θα μπορούσες να διαχειριστείς μια τέτοια κατάσταση. Ίσως όμως τώρα μπορείς να κατανοήσεις καλύτερα τέτοιους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή σου και ας μη θέλεις να τους ξαναβάλεις σε αυτή.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου