Στη χώρα μας είναι κοινή παραδοχή πως μένουμε για πολύ καιρό παιδιά. Ίσως περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, σίγουρα πολύ περισσότερο συγκριτικά με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρατεταμένη παιδικότητα προσδίδει μια άλλη τσαχπινιά στο μεσογειακό ταμπεραμέντο μας, εντούτοις οι πρακτικές διαβίωσης που τη συνοδεύουν οδηγούν τη χώρα μας, για ακόμα μία φορά, στον πάτο του ευρωπαϊκού βαρελιού.

Οι νέοι ηλικίας 18-34 στην Ελλάδα, αντί ν’ ανεξαρτητοποιηθούν, ν’ αυτονομηθούν, ν’ ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν μακριά από τη γονική εστία, επιλέγουν να παρατείνουν τη διαμονή τους σε αυτή. Έρευνα της Eurostat έδειξε πως η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα στη χώρα μας μένει στην ίδια στέγη με τους γονείς σε ποσοστό 72,9%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 2η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τη μερίδα των νέων που διαμένουν στο πατρικό τους. Τη σκυτάλη κρατά η Κροατία με ποσοστό 76,5%, ωστόσο έχει σημειώσει μια μείωση της τάξης του 0,4% συγκριτικά με το 2020, ενώ η χώρα μας το ίδιο διάστημα σημείωσε ραγδαία άνοδο 10%. Μπράβο μας, ανταγωνιστικός λαός. Κυνηγάμε ακόμα και τις πρωτιές που θα έπρεπε ν’ αποφεύγουμε.

 

Το 70% των νέων δεν εγκαταλείπουν την πατρική εστία

 

Την ίδια στιγμή το ποσοστό αυτό στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυμαίνεται στο 49,4% ενώ στο αντίθετο από εμάς άκρο βρίσκονται -οποία έκπληξις- σκανδιναβικές χώρες, στις οποίες πάνω από 4 στους 5 νέους έχουν ανεξαρτητοποιηθεί από μικρή ηλικία. Πρωτιά στην αυτονομία των νέων σημειώνει η Δανία, κρατώντας μόλις το 16% του νέου πληθυσμού της στην οικογενειακή εστία κι ακολουθούν η Σουηδία με 17,3% κι η Φινλανδία με 18,2%. Μελετώντας κανείς την έρευνα της Eurostat θα διαπίστωνε πως η μακροχρόνια διαμονή στο πατρικό σπίτι είναι θέμα που απασχολεί, σε μεγαλύτερο βαθμό, πολλές από τις χώρες της Μεσογείου καθώς Πορτογαλία, Ιταλία κι Ισπανία δεν απέχουν σημαντικά από τα ελληνικά δεδομένα με ποσοστά 72,3%, 70,5% και 64,5% αντίστοιχα. Δυσχερέστερη είναι η επικρατούσα κατάσταση στη βαλκανική χερσόνησο, όπου κατά μέσο όρο 7 στους 10 νέους μένουν με τους γονείς τους. Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ έρχεται να επικυρώσει τα παραπάνω ελληνικά δεδομένα και να δείξει πως το 70% των νέων δεν εγκαταλείπουν την πατρική εστία, σημειώνοντας αύξηση κατά 12 περίπου ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε 13 χρόνια.

Σύμφωνα με τον Θέμη Μπάκα, πρόεδρο του Πανελλαδικού Δικτύου Κτηματομεσιτών, αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της μερίδας των νέων που μένουν ή επιστρέφουν στο πατρικό τους τα επόμενα έτη. Ο κ. Μπάκας εντόπισε τους λόγους για τους οποίους οι νέοι σήμερα δε μένουν σ’ ένα δικό τους σπίτι. Πρωτίστως επισημάνθηκε η αύξηση του κόστους στέγασης χωρίς ανάλογη αύξηση των απολαβών σε μια εποχή όπου το κόστος διαβίωσης αυξάνεται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Αξίζει να σημειωθεί πως από το 1998 ως το 2019 ο βασικός μισθός παρέμεινε σταθερός ενώ η μέση τιμή ενός διαμερίσματος αυξήθηκε κατά 60%, συνθήκη επαρκής για ν’ αποτρέψει κάθε σύγχρονο νέο από την αυτόνομη διαβίωση, ιδίως την ιδιοκατοίκηση.

 

Στην Ελλάδα η υπερφόρτωση του κόστους στέγασης αγγίζει το 28,8%

 

Η κρίση του 2009 έστρεψε τους Έλληνες προς τα ενοίκια. Οι νέες οικοδομές λιγόστεψαν ενώ λίγοι είναι κι εκείνοι που επιλέγουν ν’ αγοράσουν ιδιόκτητο σπίτι. Με την πάροδο των χρόνων οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται οδηγώντας τους νέους πίσω στο πατρικό τους, καθώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην αυτόνομη διαβίωση. Στη συνέχεια ο κ. Μπάκας μίλησε για την απουσία ολοκληρωμένου πλαισίου στεγαστικής πολιτικής. Ως τέτοιο θεωρείται ένα πλαίσιο το οποίο θα διευρύνει τον αριθμό των δικαιούχων στεγαστικού δανείου, ενώ παράλληλα θα αναχαιτίζει το κόστος στέγασης, το οποίο έχει φτάσει ν’ αποτελεί ακόμα μια θλιβερή πρωτιά για τη χώρα μας, διευκολύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τους ενδιαφερόμενους ν’ αποκτήσουν ιδιόκτητη κατοικία. Στην Ελλάδα η υπερφόρτωση του κόστους στέγασης αγγίζει το 28,8% τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 8,1%. Ως υπερφορτωμένο κόστος στέγασης νοείται εκείνο όπου αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του εισοδήματος ενός νοικοκυριού και στη χώρα μας περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά ζει υπό τέτοιες συνθήκες. Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, που έχει φτάσει το κόστος ζωής σε πρωτοφανή επίπεδα για τη σύγχρονη εποχή και την ολοένα αυξανόμενη ανεργία καθιστούν σαφές πως η διαβίωση ενός νέου με τους γονείς του είναι περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ.

Η νοοτροπία των Ελλήνων σε θέματα ανατροφής των παιδιών είναι ένας παράγοντας που δεν πρέπει να λησμονηθεί, όταν κανείς μιλάει για τη μακρόχρονη διαβίωση στην πατρική εστία. Οι ρόλοι των μελών μιας οικογένειας είναι ακόμα αρκετά παραδοσιακοί και θέλουν τους γονείς υπεύθυνους για τα παιδιά τους έως ότου αυτά παντρευτούν και κάνουν δικά τους παιδιά, όταν και η ευθύνη τους μετατοπίζεται στα νεοαποκτηθέντα και πολυαγαπημένα εγγονάκια τους, ή μέχρι να τους εγκαταλείψουν οι δυνάμεις τους και ν’ αντιστραφούν οι ρόλοι φροντιστή στην οικογένεια.

Από τον τρόπο σκέψης και τις κοινωνικές νόρμες απορρέουν μια σειρά ψυχολογικών λόγων που αφορούν τους γονείς κι οδηγούν τους νέους να μένουν στο πατρικό τους μέχρι μια μεγάλη ηλικία. Κάθε ζευγάρι γονέων στη χώρα μας βιώνει το σύνδρομο της «άδειας φωλιάς» όταν το βλαστάρι αλλάξει στέγη, είτε είναι 18 χρονών και φεύγει για σπουδές είτε έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους οι άσπρες τρίχες στο κεφάλι του. Η ξαφνική μοναξιά που επέρχεται, η αναγκαστική αντιμετώπιση των ενδεχόμενων προβλημάτων στη σχέση του ζεύγους και η έλλειψη φροντίδας κι ενασχόλησης με το παιδί που δημιουργεί πολύ ελεύθερο χρόνο, σε συνδυασμό με την κρίση μέσης ηλικίας, η οποία τείνει να συμπίπτει χρονικά, προκαλούν αρνητικά συναισθήματα και δυσκολίες στους γονείς. Έτσι, έστω κι υποσυνείδητα, επιλέγουν να κρατήσουν το παιδί τους κοντά τους όσο το δυνατόν περισσότερο, αρνούμενοι να υπάρξουν σε μια καθημερινότητα που θα έχουν χάσει τον γονεϊκό τους ρόλο, αφού δεν ξέρουν ποιοι ακριβώς είναι έξω από αυτόν.

Επειδή, όμως, κάθε ενήλικο τέκνο επιζητεί μια ελευθερία κι ανεξαρτησία που δε δύναται να έχει στο πλαίσιο της υπερπροστατευτικής ελληνικής οικογένειας, η αναγκαστική συμβίωση δημιουργεί εντάσεις κι αναπόφευκτους καβγάδες. Οι γονείς χρησιμοποιούν το παιδί τους ως εξιλαστήριο θύμα για τις μεταξύ τους εντάσεις σε μια μέθοδο «τριγωνοποίησης», σύμφωνα με την οποία το ζεύγος, για να μην τσακωθεί μεταξύ του, τσακώνεται με το παιδί του.

&nbsp

Οι υπερπροστατευτικοί γονείς δημιουργούν βολεμένα (και φοβισμένα) παιδιά

 

Μαθημένα στην ευκολία με την οποία τους έρχονται όλα, δε βρίσκουν ουσιαστικό λόγο να κυνηγήσουν κάτι έξω από το σπίτι που μεγάλωσαν. Η παρεχόμενη ανεξαρτησία φαίνεται να είναι μικρή μπροστά στο κόστος και στις ευθύνες που επιφέρει η διαμονή σ’ ένα δικό τους χώρο, οπότε προτιμούν να μένουν στο σπίτι των γονέων τους, όπου όλα είναι έτοιμα χωρίς καμία δική τους ενόχληση. Οι γονείς αποδέχονται αβίαστα αυτόν τον παρατεταμένο ρόλο τους και δυσκολεύονται να τον αρνηθούν καθώς η ιδέα των δυσκολιών που θα αντιμετωπίσει το παιδί τους ζώντας μόνο του, τους γεμίζει ενοχές. Νιώθουν υπεύθυνοι για την ευημερία του κι ανησυχούν πως μόνο του δε θα τα καταφέρει. Ίσως και να έχουν απόλυτο δίκιο, βέβαια, αφού δε φρόντισαν να δείξουν βασικά πράγματα για να ζει κανείς μόνος του, όπως για παράδειγμα να βάζει ένα πλυντήριο. Παρατηρείται λοιπόν μια σχέση αλληλεξάρτησης όπου το ένα μέλος αρνείται να εγκαταλείψει τις παροχές που του προσφέρονται και το άλλο εθελοτυφλεί μπροστά στα χρόνια που περνάνε κι εμμένει στον προστατευτικό του ρόλο, μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά από τις τύψεις και τις ενοχές που το βαραίνουν.

Συνήθως οι νέοι παίρνουν μια μικρή γεύση ελευθερίας όταν εγκαταλείπουν το πατρικό τους σπίτι για σπουδές. Ωστόσο, ακόμα και τότε, δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητοι αφού οι γονείς τους στηρίζουν οικονομικά, απαλλάσσοντάς τους από τις οικονομικές ευθύνες ενός σπιτιού. Δεν είναι σπάνιο το γεγονός οι επίδοξοι φοιτητές να επιλέγουν σχολές κοντά στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους, ακριβώς για να μην επιβαρύνουν οικονομικά τους γονείς τους- αλλά και να μη χάσουν τα προνόμια που το πατρικό επιφέρει. Σε κάθε περίπτωση, τα φοιτητικά χρόνια κάποια στιγμή τελειώνουν και ο εκάστοτε νέος αναγκάζεται, συνήθως, να επιστρέψει στο σημείο μηδέν: το παιδικό του δωμάτιο. Ακόμα κι αν κάποιοι τολμήσουν να κυνηγήσουν την ανεξαρτησία τους, να ζήσουν μόνοι τους, να προχωρήσουν ως είθισται να πράττουν οι ενήλικες, είναι πολύ εύκολο μια αναποδιά να τους επιστρέψει κι εκείνους στο σημείο μηδέν. Ένας επώδυνος χωρισμός μετά από συγκατοίκηση, μια ξαφνική ανεργία ή μείωση μισθού, μια οποιαδήποτε μικρή αλλαγή μπορεί να αναγκάσει κάποιον να γυρίσει στο πατρικό του χωρίς να το θέλει, απλώς επειδή δεν έχει άλλη επιλογή για να επιβιώσει.

Η κ. Μαριλένα Κόμη, ψυχοπαιδαγωγός και ψυχοθεραπεύτρια, εντοπίζει μια πληθώρα συναισθηματικών επιπτώσεων στους νέους στην Ελλάδα που μένουν με τους γονείς τους μέχρι μια μεγάλη ηλικία. Ζώντας διαρκώς σ’ ένα καθεστώς φροντίδας στο οποίο δεν έχουν πολλά περιθώρια επιλογών, οι νέοι τείνουν να παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, δε βιώνουν τις πραγματικές δυνάμεις τους στο έπακρο κι έτσι εντείνονται τα φαινόμενα ματαίωσης στους στόχους που θέτουν ως ενήλικες. Επιπλέον οι συγκατοίκηση με τους γονείς καθυστερεί την ψυχολογική ενηλικίωσή τους, καθιστώντας τους συναισθηματικά εξαρτώμενους από αυτούς, καθηλωμένους ψυχικά στον ρόλο του παιδιού, ενώ παράλληλα αποφεύγουν τις ευθύνες, τη λήψη πρωτοβουλιών και τις προσωπικές αναζητήσεις έξω από την προστατευτική φούσκα της οικογένειας. Οι δυσκολίες επεκτείνονται και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, αφού οι νέοι που μένουν στο πατρικό τους δυσκολεύονται να δημιουργήσουν συναισθηματικούς δεσμούς έξω από την οικογένεια. Η έλλειψη προσωπικού χώρου παίζει εδώ καταλυτικό ρόλο. Κανένας μας δε θέλει να πάει για φαγητό σε σπίτι ατόμου που φλερτάρουμε και στο διπλανό δωμάτιο να κοιμούνται οι γονείς του.

Ωστόσο οι επιπτώσεις είναι αρκετές και στους γονείς που φιλοξενούν και φροντίζουν το -κατά πολύ- ενήλικο παιδί τους. Σύμφωνα με την κ. Κόμη, οι γονείς καταδικασμένοι να έχουν τον ρόλο τους μέχρι να το επιτρέπουν οι φυσικές τους δυνάμεις, ξεχνάνε πως είναι και ξεχωριστές προσωπικότητες, ενώ χάνουν την προσωπική κι ερωτική τους ζωή ως ζευγάρι. Η μεταξύ τους αποξένωση προκαλεί επιπλέον προστριβές, ενώ η οικονομική επιβάρυνση από τη συντήρηση ενός ακόμα μέλους στο σπίτι αυξάνει τα επίπεδα στρες και στους δύο. Όσο, μάλιστα, αυξάνεται το διάστημα φιλοξενίας τόσο αυξάνονται κι οι ενοχές που δημιουργούνται στην προοπτική της λήξης αυτής. Αν βρισκόμασταν στις Η.Π.Α οι γονείς θα κατέθεταν μήνυση στο 30χρονο παιδί τους για να φύγει από το σπίτι -όπως έχει συμβεί άλλωστε- είμαστε όμως στην Ελλάδα κι οι γονείς νιώθουν -και βάσει συνθηκών είναι- υποχρεωμένοι να δέχονται σπίτι τους το παιδί τους μέχρις ότου εκείνο αποφασίσει να φύγει.

Η σύγχρονη τάση στην Ευρώπη θέλει τους νέους να κάνουν το δικό τους ενήλικο ξεκίνημα στα 26,5 τους. Γενικότερα, οι άνδρες τείνουν να μένουν περισσότερο στο πατρικό τους και να φεύγουν γύρω στα 27,4 ενώ οι γυναίκες το πράττουν στα 25,5. Ρεκόρ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αποτελεί η Σουηδία, όπου κατά το 2021 η μέση ηλικία αποχώρησης από το πατρικό σπίτι ήταν μόλις τα 19 έτη! Για τα δεδομένα της Ελλάδας η παραπάνω πρόταση φαντάζει αστεία για τους γονείς κι αγχωτική για τους νέους, αφού δύσκολα πριν τα 31 θα εγκαταλείψουν το αγαπημένο παιδικό δωμάτιο. Ακολουθώντας, βέβαια, το ευρωπαϊκό παράδειγμα, οι άνδρες φτάνουν σχεδόν τα 32 ενώ οι γυναίκες οριακά αγγίζουν το φράγμα των 30 πριν πάρουν την απόφαση να μείνουν μόνοι.

Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και το παραδοσιακό σύστημα αξιών της χώρας μας ωθούν τους νέους σε μια παρατεταμένη διαμονή στο πατρικό τους σπίτι. Παρά τα οφέλη που κάτι τέτοιο προσφέρει στην άνεση και την οικονομική ευχέρεια των παιδιών -με καταχρηστική χρήση του όρου- οι ψυχολογικές επιπτώσεις είναι τεράστιες για όλα τα εμπλεκόμενα μέλη. Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης, ενώ οι επίσημες έρευνες έρχονται για να μας τονίσουν πως, όσα θεωρούμε αυτονόητα είναι στην πραγματικότητα νοσηρά και πολύ διαφορετικά από τη μέση πραγματικότητα του κόσμου γύρω μας. «Μένουμε πάντα παιδιά» ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι από τα 10 μας γιατί δεν μπορούμε- ή καμία φορά δε θέλουμε- να νοικιάσουμε μια γκαρσονιέρα, έναν χώρο να στεγάσουμε τα όνειρα, τις ευθύνες και τις ζωές μας μόνοι, ανεξάρτητοι, ουσιαστικά αυτόνομοι με κάθε βάρος που επιφέρει αυτή η λέξη. Ίσως να μην ήταν συνειδητή επιλογή μας η διαμόρφωση τέτοιων στατιστικών, είναι όμως στο χέρι μας ν’ αλλάξουμε τα δεδομένα προς μια καλύτερη κατεύθυνση. Ο δρόμος θα είναι τραχύς κι ανηφορικός, η θέα όμως από την κορφή θα αξίζει κάθε δυσκολία που περάσαμε.

Συντάκτης: Αγγελική Τσαγκαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου