Πρωτομαγιά σήμερα και οι περισσότεροι από μας θα εστιάσουμε στην ανοιξιάτικη πλευρά της ημέρας. Πικν νικ στην εξοχή, στεφάνια από λουλούδια να κοσμούν κεφάλια κι αυτοκίνητα, μια ημέρα χαλάρωσης που ο καθένας θα την περάσει όπως του αρέσει, χωρίς το άγχος της δουλειάς. Οφείλουμε, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι η Πρωτομαγιά δεν είναι απλώς αργία, αλλά απεργία. Καθιερώθηκε ως η μέρα γιορτής των εργατών τον Ιούλιο του 1889 στο συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι, ως φόρος τιμής στους εργάτες του Σικάγο, οι οποίοι εξεγέρθηκαν την 1η Μαΐου 1886, διεκδικώντας την καθιέρωση του 8ωρου και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Στην Ελλάδα η πρώτη απεργία έγινε την Πρωτομαγιά του 1888, όταν οι καπνεργάτες της Δράμας διεκδίκησαν τη μείωση του εργασιακού ωραρίου σε 10 ώρες, από τις 12-13 που επικρατούσαν μέχρι τότε. Η πρώτη επίσημη συγκέντρωση έγινε το 1892 από τον Σοσιαλιστικό Σύλλογο του Σταύρου Καλλέργη με κύρια αιτήματα την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, την 8ωρη εργασία και την υποβολή σύνταξης σ’ όσους υπέστησαν εργατικό ατύχημα και δε δύνανται να εργαστούν. Επίσημα, η Εργατική Πρωτομαγιά καθιερώθηκε ως αργία στις 07 Απριλίου 1937 από τον Ιωάννη Μεταξά.
Εδώ και σχεδόν 150 χρόνια, πολλά εργασιακά αιτήματα έχουν ικανοποιηθεί χάρη σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει χαρακτηρίσει το δικαίωμα στην απεργία ως ένα από τα πιο σημαντικά μέσα προάσπισης της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ενώ το ίδιο το δικαίωμα προστατεύεται από ποικίλες νομικές διατάξεις, όπως το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στη χώρα μας η απεργία κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα ως δικαίωμα με το άρθρο 23 (παρ. 2), ενώ το άρθρο 25 (παρ. 3) απαγορεύει την καταχρηστική άσκησή του. Το Κράτος ορίζεται ως υπεύθυνο για την προάσπιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας του ατόμου. Το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα επίσης προστατεύει το δικαίωμα στην απεργία, ενώ ο νόμος 1264/1982 και συγκεκριμένα τα άρθρα του 19-23, όπως ισχύουν σήμερα, ορίζουν το νομικό πλαίσιο για την τέλεση μιας απεργίας.
Πρόσφατα ακούσαμε ότι κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές οι απεργιακές κινητοποιήσεις έξι συνολικά οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και η ΑΔΕΔΥ, γεγονός που εγείρει στους μη νομικούς το εξής ερώτημα: Πόσο δημοκρατικό είναι να κηρύσσεται παράνομη ή καταχρηστική μια απεργία; Μια πρώτη θεώρηση του ζητήματος απαιτεί ενδελεχή μελέτη του εργατικού δικαίου, ενώ ο παράγοντας της καταχρηστικότητας δύναται να επηρεαστεί από υποκειμενικά κριτήρια, κάνοντας την κατανόησή του ακόμα πιο δύσκολη.
Σκοπός κάθε απεργίας (πρέπει να) είναι η διαφύλαξη ή η προαγωγή οικονομικών και γενικότερων εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Ο νόμος 1264/1982, όπως ισχύει σήμερα, θέτει ορισμένες προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της απεργίας: Να ασκείται από συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνεται σχετικός δημόσιος διάλογος, να έχει γνωστοποιηθεί στον εκάστοτε εργοδότη 24 ώρες πριν την τέλεσή της, να μην παρεκκλίνει του γενικότερου σκοπού της, να μη συμμετέχουν σε αυτή δικαστικοί λειτουργοί ή σώματα ασφαλείας, να υπάρχει πρόβλεψη για Προσωπικό Ασφαλείας και Ελάχιστα Εγγυημένης Υπηρεσίας, να μην παρεμποδίζει τους μη απεργούντες από την εργασία τους και να είναι σύμφωνη με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του κράτους. Εάν κάτι από τα παραπάνω δεν πληρείται, το Μονομελές Πρωτοδικείο, ως υπεύθυνο όργανο, μπορεί να κρίνει παράνομη την απεργία.
Βάσει του παραπάνω πλαισίου, οι πρόσφατες απεργίες κρίθηκαν παράνομες καθώς επιχειρούσαν -σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου- να καταλύσουν το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί. Η ΑΔΕΔΥ και οι λοιπές οργανώσεις παρακινούσαν τους εργαζομένους να μη συμμετάσχουν σε δραστηριότητες σχετικές με την αξιολόγηση, καταπατώντας έτσι τον σχετικό νόμο 4940/2022 περί αξιολόγησης και στοχοθεσίας. Ωστόσο, το πλαίσιο είναι σχετικά θολό. Κάθε απεργία επιχειρεί -πρακτικά- την ανατροπή κάποιου ισχύοντος νόμου ή την τροποποίηση του ώστε να ικανοποιεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, συνεπώς ο χαρακτηρισμός της ως παράνομης στη βάση της συμφωνίας με την ισχύουσα νομοθεσία αποτελεί οξύμωρο σχήμα.
Ακόμα πιο ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της καταχρηστικής απεργίας. Σύμφωνα με το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, μια απεργία είναι καταχρηστική όταν «υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Το Μονομελές Πρωτοδικείο για να χαρακτηρίσει μια απεργία ως καταχρηστική εξετάζει πραγματικά περιστατικά, όπως η νομιμότητα των αιτημάτων, η δυνατότητα ικανοποίησής τους ή/ και ο συσχετισμός της ωφέλειας των εργαζομένων με τη ζημιά που θα προκληθεί στον εργοδότη. Για παράδειγμα, αν μια επιχείρηση ζημιωθεί 15.000.000€ για να ικανοποιήσει τα αιτήματα των εργαζομένων ή όσο καιρό διαρκεί η απεργία, τότε αυτή υπερβαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό της, τα οφέλη των εργαζομένων είναι δυσανάλογα με την προκαλούμενη ζημία και συνεπώς κρίνεται καταχρηστική. Καταχρηστική είναι επιπλέον μια απεργία που συνοδεύεται από κατάληψη του εργασιακού χώρου και παρακωλύει το έργο των μη απεργούντων. Αναφερόμενοι σε «καλή πίστη» και «χρηστά ήθη», αντιλαμβανόμαστε ότι υπεισέρχεται το υποκειμενικό στοιχείο στην όλη διαδικασία. Ο εκάστοτε δικαστής οφείλει να λάβει υπόψιν του το τι θεωρείται ως «σωστό» και «ηθικό» για τον μέσο άνθρωπο της κάθε ξεχωριστής εποχής και κοινωνίας, για να αποφασίσει εάν μια απεργία τα αντιβαίνει. Επί παραδείγματι, εάν αναφερόμαστε στην υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, ο δικαστής δε θα (πρέπει να) ενστερνιστεί ούτε τη γνώμη ενός ομόφυλου ζευγαριού, αλλά ούτε και τη γνώμη κάποιου ομοφοβικού.
Πολύ συχνά ο χαρακτηρισμός μιας απεργίας γίνεται εκ των υστέρων, μετά την ημέρα τέλεσής της. Αυτό ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στους συμμετέχοντες, τα οποία διαβαθμίζονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της απεργίας ή τη ζημιά που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία. Αν η απεργία έχει κριθεί ως παράνομη από το δικαστήριο, οι συμμετέχοντες μπορεί να αντιμετωπίσουν τιμωρίες όπως πρόστιμα ή ακόμα και απόλυση, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης. Επιπλέον, αν η απεργία οδηγήσει σε ζημιές ή απώλειες για την επιχείρηση ή τρίτους, οι συμμετέχοντες μπορεί να αντιμετωπίσουν αστικές αξιώσεις και απαιτήσεις ζημιών. Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, οι εργοδότες οφείλουν να ορίσουν εργαζομένους ως Προσωπικό Ελάχιστα Εγγυημένης Υπηρεσίας, για την απρόσκοπτη λειτουργία κατά τη διάρκεια κάποιας απεργίας. Οι εργαζόμενοι που επιλέγουν να απεργήσουν, ενώ έχουν τοποθετηθεί σε αυτήν την κατηγορία, μπορεί να έρθουν αντιμέτωποι με πειθαρχικές κυρώσεις, μείωση απολαβών ή και απόλυση, σύμφωνα πάντα με τη βαρύτητα της εκάστοτε περίπτωσης. Ένας εκπαιδευτικός που απήργησε καταχρηστικά δε θα έχει τις ίδιες κυρώσεις με ένα εργαζόμενο σε πύργο ελέγχου, εάν φερ ‘ειπείν πέσουν δύο αεροπλάνα την ημέρα της απεργίας. Τα παραπάνω είναι εκ των προτέρων γνωστά στους εργαζομένους, συνεπώς η απόφασή τους να συμμετάσχουν σε κάποια απεργία γίνεται γνωρίζοντας τους ενδεχόμενους κινδύνους.
Η κήρυξης μιας απεργίας ως παράνομης ή και καταχρηστικής επηρεάζεται από πληθώρα νομοθετικών διατάξεων και υποκειμενικών παραγόντων. Η παράνομη διάσταση είναι ευκολότερο να διαπιστωθεί, ενώ η καταχρηστική απομακρύνεται από την αντικειμενικότητα, καθώς ορίζεται εν μέρει από το κοινωνικό γίγνεσθαι κάθε εποχής. Τα χρηστά ήθη του 18ου αιώνα διαφέρουν κατά κράτος από τα αντίστοιχα σημερινά. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως σε ένα ευνομούμενο κράτος, με ανεξάρτητη δικαστική αρχή, όπου ο δικαστής δε δέχεται κοινωνικές, πολιτικές ή και άλλες πιέσεις, ούτε εφαρμόζει αντισυνταγματικούς νόμους, ο χαρακτηρισμός μιας απεργίας ως παράνομης ή καταχρηστικής είναι απόλυτα νόμιμος και δημοκρατικός. Συγκεκριμένες διατάξεις ορίζουν σαφώς τα κριτήρια για κάθε περίπτωση, ενώ οι εργαζόμενοι γνωρίζουν εκ των προτέρων τις πιθανές κυρώσεις που ίσως κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου