Στη ζωή μας, συχνά μας διδάσκουν ότι η ικανότητα να ζητάμε συγγνώμη είναι αναγκαία για τη διατήρηση υγιών σχέσεων με τους άλλους. Αν κι αυτό είναι αναμφίβολα αληθές, υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή μας όπου ανακαλύπτουμε ότι δε χρειάζεται να ακούσουμε τη λέξη «συγγνώμη» για να συνεχίσουμε προς τα εμπρός. Αυτό δε σημαίνει ότι η «συγγνώμη» δεν έχει σημασία, αλλά ότι υπάρχει μια συνθήκη τόσο ιδιαίτερη κι ουσιαστική που υπερνικά το άκουσμα μιας λέξης. Όταν η απολογία είναι ειλικρινής, διέπει κάθε κίνηση του ατόμου, εκδηλώνεται εμπράκτως κι εσύ δεν μπορείς παρά να συγχωρήσεις και να προχωρήσεις τη ζωή σου, με ένα μεγάλο βάρος να έχει πια φύγει από τους ώμους σου.
Όταν κάποιος απολογείται έμπρακτα, αυτό σημαίνει ότι πράττει κάτι πραγματικό και επικεντρώνεται στην επανόρθωση του λάθους του. Μπορεί να είναι ένας φίλος που σε πρόδωσε και συνειδητοποίησε το λάθος του ή ένας συνεργάτης που προκάλεσε ζημιά στην επαγγελματική σας σχέση. Μπορεί να είναι ένας γονέας που για χρόνια ήταν απών για λόγους που πια δε θυμάσαι λεπτομερώς ή μια σχέση που τον τελευταίο καιρό σε παραμελούσε. Οι συνθήκες που οδήγησαν στη ρήξη μεταξύ σας δεν έχουν καμία σημασία. Όταν βλέπεις ότι ο άλλος πραγματικά προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση, μπορείς να ανταποκριθείς με ανοικτό μυαλό και καρδιά. Όταν εσύ πρωτίστως έχεις αποδεχτεί τα γεγονότα και δεν επιζητείς τη δικαίωση του εγωισμού σου, η «συγγνώμη» δεν είναι παρά μια λέξη. Αντί να επιμένεις στη λέξη «συγγνώμη», μπορείς να επιδιώξεις την εσωτερική σου γαλήνη, αφού αντιμετωπίσεις το κακό συμβάν και προχωρήσεις προς τα εμπρός.
Η έμπρακτη απολογία σημαίνει ότι ο άλλος αναλαμβάνει δράση προκειμένου να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να επανορθώσει το κακό που προκάλεσε. Αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει την αλλαγή συνήθειων, την επίλυση προβλημάτων που προκλήθηκαν, την παροχή υποστήριξης σε αυτούς που πλήγωσε, και τη δέσμευση να μην επαναλάβει την ίδια συμπεριφορά. Αυτά τα μέτρα είναι εξίσου σημαντικά με τις λέξεις που χρησιμοποιεί, αν όχι περισσότερο, γιατί δείχνουν ότι πραγματικά νοιάζεται για την επίλυση του προβλήματος και τη διατήρηση της σχέσης.
Η προσέγγιση αυτή απαιτεί ενδοσκόπηση και ανοικτό μυαλό και από τους δύο για να είναι αποτελεσματική. Κάθε φορά που κάποιος μας προσβάλλει ή προκαλεί, είναι φυσικό να νιώθουμε θυμό, οργή και πόνο. Ωστόσο, αν ο άλλος εκφράσει ανοικτά την μετάνοιά του και δείξει με τις πράξεις του ότι προσπαθεί να αποκαταστήσει την κατάσταση, αξίζει να σκεφτούμε τη δυνατότητα της συγχώρεσης.
Στην πράξη, η συγχώρεση χωρίς τη λέξη «συγγνώμη» σημαίνει να αποφασίσουμε να μην κρατάμε τον θυμό και τον πόνο μας. Αντί να επιδιώξουμε να τιμωρήσουμε τον άλλον με τη συνέχιση της αντιπαλότητας, επιλέγουμε να απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τις αρνητικές συναισθηματικές ενέργειες που μας βαραίνουν. Αυτή η απελευθέρωση επιτρέπει στον νου και την ψυχή μας να ανακάμψουν και να επαναφέρουν την εσωτερική μας ισορροπία. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι η αναγνώριση της ανθρώπινης φύσης. Όλοι κάνουμε λάθη και προκαλούμε άλλους ανθρώπους κατά καιρούς. Αν αποκαλύπτουμε την ανθρώπινη μας πλευρά και αναγνωρίζουμε ότι και εμείς οι ίδιοι έχουμε προκαλέσει πόνο σε άλλους, τότε μπορούμε να είμαστε πιο διατεθειμένοι να αποδεχτούμε την απολογία του άλλου χωρίς την ανάγκη για μια λέξη που λειτουργεί ως πανάκεια. Όταν αποφασίζουμε να συγχωρήσουμε κάποιον χωρίς την απαίτηση μιας «επίσημης» συγγνώμης, δεν το κάνουμε χαριστικά σ’ εκείνον. Το κάνουμε πρωτίστως για τον εαυτό μας καθώς και για την ειρήνη μας. Αυτό είναι ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανθρώπινης σύνδεσης και της ανάπτυξης της συναισθηματικής ωριμότητας.
Η διαδικασία της συγχώρεσης μπορεί να είναι μακρά και σύνθετη. Απαιτεί συνειδητοποίηση, ενδοσκόπηση και ανοικτό διάλογο με τον εαυτό μας. Πρέπει να ερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους επιλέγουμε να συγχωρήσουμε, παρά την απουσία μιας επίσημης απολογίας, και πώς αυτό μπορεί να συμβάλει στην εσωτερική μας ειρήνη. Με τον χρόνο, η συγχώρεση αποκτά πολλές διαστάσεις και μπορεί να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε τη συναισθηματική μας ευελιξία και ενδυνάμωση.
Η συγχώρεση χωρίς «συγγνώμη» είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσουμε την ευσπλαχνία και την καλοσύνη μας προς τους άλλους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους. Αυτή η ειλικρίνεια και μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για την κατανόηση, την ελάφρυνση και τη συμφιλίωση, αλλά μπορεί και να μας κάνει καλύτερους ως μονάδες. Σε κάθε περίπτωση, η συγχώρεση χωρίς «συγγνώμη» είναι μια πολύτιμη διαδικασία που μπορεί να βοηθήσει να θριαμβεύσουμε πάνω από τον πόνο και την αγανάκτηση. Είναι η ικανότητά μας να δούμε πέρα από τα λάθη των άλλων και να επικεντρωθούμε στη δική μας εσωτερική εξέλιξη και ανάπτυξη. Εν τέλει, μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτή η προσέγγιση είναι η πιο πρόσφορη για την ειρήνη μας και την αρμονία με τον κόσμο γύρω μας.
Προφανώς, κάθε κατάσταση είναι μοναδική κι η απόφαση να συγχωρήσουμε ή όχι, όταν δεν έχουμε λάβει «επίσημη» απολογία, εξαρτάται από την κατάσταση και τον ανθρώπινο παράγοντα. Ωστόσο, η ικανότητά μας να είμαστε διατεθειμένοι να δούμε πέρα από τον θυμό και τον πόνο μας και να επικεντρωθούμε στην ανάπτυξη και συμφιλίωση μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ευτυχισμένη και ισορροπημένη ζωή.
Κάτω από το πρίσμα αυτής της προσέγγισης, αντιλαμβανόμαστε ότι η συγχώρεση δεν είναι κατ’ ανάγκη η ίδια με τη «συγγνώμη». Είναι η δύναμη να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν, να επικεντρωθούμε στο παρόν και να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι η ικανότητά μας να είμαστε συναισθηματικά ελεύθεροι και να ζούμε με ευγνωμοσύνη και ευαισθησία.
Όταν αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση όπου ο άλλος απολογείται έμπρακτα κι είμαστε διατεθειμένοι να το δούμε, δε χρειάζεται να απαιτήσουμε μια επίσημη «συγγνώμη». Μπορούμε να επιλέξουμε να συγχωρήσουμε για τη διαφύλαξη της ψυχικής μας υγείας, ενισχύοντας τη γαλήνη και την ηρεμία μας. Στην τελική, τι παραπάνω θα σου προσφέρει μια απλή λέξη; Δεν έχει καμία μαγική ιδιότητα και δεν πρόκειται να κατευνάσει τ’ αρνητικά συναισθήματα που μαίνονται μέσα σου, εάν εσύ δεν είσαι έτοιμ@ να τ’ αποβάλεις. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στην ευημερία μας να ακτινοβολεί και να ενισχύει την προσωπική μας ανθρωπιά, καθιστώντας μας πιο ελεύθερους κι ευτυχισμένους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου