Δευτέρα ήταν, φθινοπωρινή και ο Δημήτρης είχε τις ανησυχίες του.
Κάθε βράδυ που νύχτωνε έκανε απολογισμό κι αυτοκριτική. Βάναυσο και ψυχοφθόρο. Εκείνο το βράδυ αρωματίστηκε και αφέθηκε στις λεωφόρους, το μόνο θηλυκό που εμπιστευόταν.
Τον οδήγησαν σε μια αυλή, ένα κύμα μουσικό, γλυκό και ρυθμικό, τον τραβούσε σα σειρήνα.
Δυο ντουζίνες νέα παιδιά που είχαν αφεθεί το ένα στα χέρια του άλλου, που δεν είχαν τεχνική και εμπειρία, μα αίσθηση και ψυχή. Και κάπως έτσι παραδόθηκαν σε εκείνο το τρίλεπτο μπλουζ.
Κανείς δεν κατάλαβε τον Δημήτρη κι αυτός εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και ενσωματώθηκε.
Έβγαλε το σακάκι του και ζήτησε για χορό την Ίριδα.
Ο Δημήτρης ίσα ίσα που περπατούσε κι εκείνο το βράδυ απέκτησε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα για να χορέψει.
Ήταν εκείνη η δύναμη της άγνοιας, εκείνη η αίσθηση πως, όταν δεν ξέρεις το επόμενο βήμα, θα προσπαθήσεις διπλά και θα το πατήσεις δυνατότερα. Όπως και στη ζωή. Κι έτσι αφέθηκε.
Είναι εκείνο το μπλουζ που έφερε κοντά τον Δημήτρη και την Ίριδα. Είναι εκείνο το βαλς που έφερε κοντά τον George και την Jenny. Είναι εκείνη η μπατσάτα που θα φέρει εσένα απέναντι σε εκείνον. Αυτές οι μικρές μουσικοχορευτικές αφορμές που έχει ανάγκη κάθε εποχή, για να ενισχύσει τον έρωτα, την επαφή.
Κεραυνοβόλα και μαγικά. Αβίαστα και ενστικτώδη.
Είναι ο χορός κι ο έρωτας, τα δύο αρσενικά της ζωής που δεν έχουν φραγμούς.
Μάτια και ψυχές που χορεύουν πιο έντονα από σώματα.
Είναι ταγοί που μισούν αρρυθμίες, στερεότυπα, λογικές, προκαταλήψεις.
Είναι ο χορός που σε κάνει ελεύθερο, σου μαθαίνει να αισθάνεσαι μουσικά, σωματικά. Σα μωρό, στα μαθαίνει όλα απ την αρχή.
Σε κάνει ανοιχτό, δεκτικό. Εκείνη η μαγεία που οδηγεί δυο άγνωστες ψυχές να δένονται και να ζωγραφίζουν άχρωμα παρκέ.
Είναι η ελπίδα πως δυο σώματα, αν ταιριάξουν εκεί, ίσως ταιριάξουν κι αλλού.
Είναι η αφορμή που σου δανείζει το ρίσκο να πας παραπέρα.
Μυρωδιές, ήχοι, αισθήσεις που απελευθερώνονται και σε δένουν, σε κάνουν δούλο τους.
Σε υποτάσσουν.
Άλυτο ξόρκι τσιγγάνας είναι ο χορός και η λύση του, δε σε νοιάζει καθόλου.
Γιατί οι λύσεις έχουν λογική και η τέχνη δεν έχει. Σου αφήνει μια αίσθηση ακριβότερη από εκείνες τις αισθήσεις που εσύ της χαρίζεις. Μια αίσθηση ανώτερη και θεϊκή που μόνο ο έρωτας μπορεί να την φτάσει.
Παρεξηγημένη τέχνη κοινωνικά ανά τους αιώνες. Δύσκολα αντιληπτή η ουσία της. Εκλαμβάνεται ως ελαφριά, σεξιστική, φτηνή, σκοτεινή. Έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί; Γιατί συντηρούμε τέτοιες αντιλήψεις; Γιατί καλουπώνουμε ακόμη και την τέχνη; Γιατί βιάζουμε τα συναισθήματα; Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη εκλογίκευσης και στερεοτυπίας;
«Να αφήνεσαι.», του είπε κι εκείνος της χαμογέλασε.
«Χορεύουμε;»