Λίγο πολύ οι περισσότεροι από εμάς έχουμε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μας στο άκουσμα της λέξης «υστερία». Είτε αυτή έχει προέρχεται από προσωπικά βιώματα είτε από μελέτη ερευνών και βιβλιογραφίας. Τι περιλαμβάνει πάνω κάτω η εικόνα αυτή; Οραματιζόμαστε ως υστερικό ένα άτομο, το οποίο προβαίνει σε σπασμωδικές, νευρικές κινήσεις εκδηλώνοντας οργή άνευ μέτρου, καθώς κι απώλεια αυτοελέγχου. Μέχρι και σήμερα παραμένει μια πάθηση με τυφλά σημεία κι αποτελεί πρόκληση για την επιστήμη της ψυχιατρικής, καθώς το μοτίβο εμφάνισης σε κάθε ασθενή ποικίλλει καθιστώντας κάθε περίπτωση μοναδική. Ένα φως στην άκρη του τούνελ πιστεύεται ότι βρήκε ένας άνθρωπος αρκετά αντισυμβατικός για την εποχή του, πρωτοποριακός και διαχρονικός. Δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από τον Σίγκμουντ Φρόιντ.
Ο Φρόιντ κατά τη διάρκεια της περίφημης καριέρας του όπου άλλοτε αμφισβητήθηκε κι άλλοτε αποθεώθηκε, φαίνεται να βρήκε το λιμάνι του στον τομέα της νευροψυχιατρικής. Συνεργάστηκε κι εμπνεύστηκε από αξιότιμους επιστήμονες της εποχής του όπως ο Σαρκό και ο Γιόσεφ Μπρόιερ όσον αφορά το έργο τους πάνω στην εξήγηση μυστήριων συμπτωμάτων στο ανθρώπινο σώμα, σχεδόν αδύνατο να αναλυθούν με τα τότε δεδομένα και μέσα. Μία ήταν η ασθενής που του κίνησε την επιστημονική περιέργεια όσο κανένας άλλος και που έμελλε τελικά να τον οδηγήσει σε μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στην ψυχιατρική.
Αυτή, λοιπόν ήταν η επονομαζόμενη Άννα 0, μια εικοσάχρονη γυναίκα, η οποία εμφάνισε μια σειρά ανεξήγητων σωματικών συμπτωμάτων. Μεταξύ άλλων αυτά ήταν ο επίμονος βήχας, η παράλυση, οι σπασμοί, η διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας όπως και τα προβλήματα στις υπόλοιπες αισθήσεις· όραση, ακοή, ομιλία. Ο Μπρόιερ ήταν αυτός που διέκρινε πρώτος την περίπτωση της Άννας 0 ως υστερία. Το επόμενο βήμα γι’ αυτόν ήταν να βρει μια αποτελεσματική θεραπεία. Αυτό που σκαρφίστηκε ήταν απλό· πίστευε πως αν έπειθε την ασθενή να του περιγράψει με λεπτομέρειες καθημερινά το παράλληλο σύμπαν που ζούσε -λόγω των παραισθήσεων που βίωνε– θα ερχόταν η συναισθηματική κάθαρση και ταυτόχρονα θ’ ανακουφιζόταν από τα συμπτώματά της, όπως και έγινε.
Δίπλα του κι ο Φρόιντ, ο οποίος μάλλον υποτιμούσε τις δυνατότητές του, καθώς θεωρούσε ότι τα εύσημα έπρεπε ν’ αποδοθούν αποκλειστικά στον συνάδελφό του. Οι μεγάλες προσωπικότητες, άλλωστε πάντα κρατούν χαμηλό προφίλ, σωστά; Έκανε λάθος, ωστόσο, γιατί η δική του τεχνική, το δικό του λιθαράκι έδωσε στην ψυχανάλυση τη σημερινή της μορφή. Τι ήταν αυτό που διαφοροποιούσε την τεχνική του Φρόιντ από τους υπόλοιπους επιστήμονες της γενιάς του και τελικά τον ξεχώρισε; Ο ίδιος μιλούσε για τη θεραπεία μέσω συνομιλίας, μια μέθοδο σύμφωνα με την οποία εκμαίευε πληροφορίες από τον ασθενή για να αποκαλύψει τυχόν τραυματικά επεισόδια που τον οδήγησαν στο να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά· συμπτώματα της ψυχής που δε βρήκαν διαφυγή και μόλυναν και το υπόλοιπο σώμα. Αντίστοιχη με την πρακτική της μαιευτικής του Σωκράτη, θα μπορούσαμε να πούμε, ο οποίος μέσω ερωτήσεων προσπαθούσε να καθοδηγήσει αυτόν που είχε απέναντί του, ώστε να φτάσει στην αλήθεια.
Αυτό ήταν και το στοίχημα. Ένα στοίχημα που ήταν σχεδόν σίγουρο ότι μπορούσε να κερδηθεί, ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη μιας άλλης ευρηματικής τεχνικής, την οποία αποκαλούσε τεχνική πίεσης. Τοποθετούσε τα χέρια του πάνω στα μέτωπα των ασθενών κι ανέμενε να εμφανιστούν μπροστά τους μορφές που θα έπαιρναν το τελικό τους σχήμα από τις αναμνήσεις. Εκεί κρυβόταν το κλειδί. Στις αβαθείς αναμνήσεις. Άλλες καταπιεσμένες λόγω έντονων εμπειριών κι άλλες απλά καταχωνιασμένες στην άκρη του μυαλού απλά αφημένες να περιμένουν την επαναφορά τους. Τα κατάφερε και με την Άννα 0 και με τους υπόλοιπους ασθενείς που κούραρε. Πώς θα γινόταν το αντίθετο, άλλωστε; Μιλάμε για έναν άνθρωπο επίμονο, κλειστό, απομονωμένο και πλήρως αφοσιωμένο τόσο στη δουλειά του όσο και στις πεποιθήσεις του.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ως προς το γιατί ο Φρόιντ θεωρείται ο πατέρας της ψυχανάλυσης. Οι τεχνικές του αποτελούν Ευαγγέλιο για τους σύγχρονους ψυχαναλυτές και θα αποτελέσουν τη βάση για τις εξελιγμένες θεωρίες του μέλλοντος.
«Οι δαίμονες δεν υπάρχουν, όπως και οι θεοί άλλωστε. Είναι απλά δημιουργήματα της ψυχικής δραστηριότητας του ατόμου.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου