«Ο μπαμπάς κι εγώ παίρνουμε διαζύγιο» σου ανακοινώνουν μια μέρα οι δικοί σου γονείς κι ενώ έχεις παντρευτεί κι έχεις δημιουργήσει τη δική σου οικογένεια, πάλι νιώθεις ένα μούδιασμα πρωτόγνωρο. Ακόμα κι αν το διαζύγιο που σου ανακοίνωσαν είναι κάτι που καταλάβαινες ότι ερχόταν ή ακόμη και να έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια. Ακόμη κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που περίμενες να ακούσεις, είτε είναι συναινετικό, είτε όχι, σίγουρα θα νιώσεις παράξενα. Κι είναι και φυσιολογικό και κατανοητό και κυρίως ανθρώπινο.
Στην αρχή έρχεται το σοκ. Κι αφού αυτό φύγει, ξεκινά ο προβληματισμός κι οι απορίες. Γιατί μετά από τόσα χρόνια δεν κάνουν μια προσπάθεια να λύσουν τις διαφορές τους; Γιατί δεν είχες καταλάβει τίποτα; Γιατί σου το ανακοινώνουν έτσι; Τι θα γίνει από εδώ και πέρα με τις γιορτές; Πού θα μείνει ο ένας και πού ο άλλος; Στα δικά σου τα παιδιά, πώς θα το πεις; Έπειτα, το παράπονο. Είναι κρίμα να μην το δουλέψουν κι άλλο, σκέφτεσαι. Σε στεναχωρεί αυτό το τέλος εποχής. Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους γονείς σου. Ακόμα κι αν η εστία σου είναι άλλη πια, για λίγο, γίνεσαι εκείνο το εφηβάκι που μένει κλεισμένο στο δωμάτιό του, ακούγοντας τη μαμά και τον μπαμπά να μαλώνουν.
Απλώς, πλέον, έχεις την ωριμότητα που δεν έχει ένα παιδί για να διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση. Προσπαθείς να μην κατηγορείς τον εαυτό σου, ούτε στρέφεσαι υπέρ του ενός γονέα. Σκέψεις που συνηθίζεται να κάνει ένα μικρό παιδάκι. Λόγω ηλικίας κι ωριμότητας, επίσης, δεν ακυρώνεις τους ρόλους τους, ούτε ξεχνάς ό,τι καλό έχουν κάνει για σένα. Η μητέρα σου δεν είναι λιγότερο καλή μάνα επειδή αποφάσισε ότι θέλει να χωρίσει. Ο πατέρας σου δε σημαίνει ότι δεν ήταν ποτέ εκεί, επειδή αποφάσισε να διαβεί χωριστό δρόμο.
Και τέλος, έρχεται η αγωνία. Εκείνο το άγχος που μπορεί να δημιουργηθεί μέσα σου, στη σκέψη του ποιος θα φροντίζει τώρα τον άλλον. Μέχρι τώρα, η μητέρα σου θύμιζε στον πατέρα σου να κάνει εξετάσεις. Ο πατέρας σου πήγαινε κάθε πρωί τη μητέρα σου στη δουλειά. Μικροπράγματα, που όσο μεγαλώνουμε, έχουν άλλη βαρύτητα κι αργότερα, όταν μπαίνουν θέματα υγείας στη μέση γίνονται καίρια ζητήματα, που θέλεις κάποιον πλάι σου για να λύσεις. Ή τουλάχιστον, θέλεις οι γονείς σου να μην τα περάσουν μόνοι.
Μα δε θα είναι μόνοι. Ούτε είναι οι μόνοι. Είναι γεγονός πως τα διαζύγια στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί δραματικά. Η έρευνα του δημοσιογράφου Γιώργου Κοντογιάννη έδειξε πως στις δεκαετίες του 60 και του 70 κυμαίνονταν στα 550-900 ανά 10.000 γάμους. Τη δεκαετία του 2000 αυτό το νούμερο αυξήθηκε σε 2.200-2.500 ανά 10.000 γάμους και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ξεπέρασε τα 2.500 διαζύγια ανά 10.000 γάμους. Πλέον, πάνω από 1 στους 4 γάμους καταλήγει σε διαζύγιο.
Σε κάθε περίπτωση, και μιλώντας πρακτικά πια, ό,τι συναισθήματα κι αν έχεις κι εκτός από τις περιπτώσεις που το διαζύγιο αποτελεί λύση επιβίωσης, καθώς κινδυνεύει κάποιος, δε θα πρέπει να διαλέξεις μεριά. Οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές και το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, το ξέρουν εκείνοι καλύτερα. Τη γνώμη σου, καλό θα είναι να τη διαμορφώσεις και να την επικοινωνήσεις με κάποιον δικό σου άνθρωπο που δεν εμπλέκεται στη συγκεκριμένη ιστορία.
Να θυμάσαι, τέλος, πως δεν είμαστε οι γονείς μας. Ούτε η συνέχειά τους. Είμαστε ξεχωριστοί άνθρωποι. Δε σημαίνει πως επειδή χώρισαν εκείνοι, θα κάνεις κι εσύ μελλοντικά τα ίδια λάθη και θα χαλάσει και ο δικός σου γάμος. Εστίασε στο να μη θρέψεις αυτόν τον φόβο μέσα σου. Στην παρούσα φάση, θα πρέπει να είσαι δίπλα στους δικούς σου, όσο σε χρειάζονται, κι αν θέλεις να διαμορφώσεις μέσα σου σωστή γνώμη, μπες πραγματικά στη θέση τους κι αναρωτήσου: Έστω κι ότι κατάλαβες στα 30 ή τα 40 χρόνια κοινής πορείας, ότι ο γάμος σου δε σε κάνει χαρούμενο. Θα έμενες σ’ αυτόν; Κι αν ναι, με τι κόστος;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου