Γνωρίζεις λοιπόν κι εσύ κάποιον κι αισθάνεσαι αμέσως πως κάτι υπάρχει εδώ. Πως δεν είναι μια απλή γνωριμία. Είναι κάτι παραπάνω. Το καταλαβαίνεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήρθε στη ζωή σου τυχαία. Ίσως ήρθε για να σε βοηθήσει, ίσως για να σε διδάξει, ίσως να σε εξελίξει, αλλά τυχαία δεν ήρθε σίγουρα. Όμως δεν ήρθε και για να γίνει δικός σου, καθώς μια δέσμευση, γάμος, αρραβώνας, σχέση, οτιδήποτε, δεν επιτρέπει τη δική σας σχέση να εξελιχθεί. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή είναι ξεκάθαρος, ειλικρινής, υπέροχος δεν του καταλογίζεις κάτι κι έτσι, αν πάρεις τα συναισθήματα που έχεις για εκείνον και προσθέσεις το δικαιολογημένο αδύνατο του πράγματος, τότε έχεις το γνωστό σε όλους μας απωθημένο.
Έχουν μια γοητεία τα απωθημένα. Είναι το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, είναι αυτό που σε κάνει να φαντάζεσαι πώς θα ήσασταν μαζί, είναι αυτή η αίσθηση σαν να ξυπνάς από ένα γλυκό όνειρο, καταλαβαίνοντας πως η πραγματικότητα είναι λιγάκι διαφορετική. Κολλάς, τότε, σε μια εικόνα που έχεις για τον άλλον και δεν είναι πραγματική και μένεις μόνιμα ερωτευμένος, γιατί δεν έχεις περάσει τον άνθρωπο αυτό από τα φίλτρα που ονομάζονται τριβή της καθημερινότητας. Δεν έχει γίνει πραγματικό. Κι αυτή η φανταστική σχέση με τον τέλειο άνθρωπο χωρίς ελαττώματα –που προφανώς έχει, αλλά ακόμη δεν έχεις δει– γίνεται μέτρο σύγκρισης για τις επόμενες.
Φλερτάρεις με κάποιον, ίσως και να δοκιμάσεις να βγεις, ίσως και να κάνεις σχέση, αλλά μέσα σου η σύγκριση γίνεται πάντα με αυτό το ένα απωθημένο. Σκέφτεσαι αν ο Δημήτρης ή η Μαρία θα το έκαναν έτσι ή θα έλεγαν το σωστό πράγμα τη σωστή ώρα γιατί ο Δημήτρης ή ηΜαρία ήξεραν πάντα τι να πουν και πώς να σε κάνουν να γελάς και να σου φτιάχνουν τη διάθεση. Γι’ αυτό κόλλησες μαζί τους. Ένα κοινό που έχουν όλα τα απωθημένα άλλωστε, είναι εξαιρετική χημεία.
Όμως, κάποια στιγμή θα πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως ο Δημήτρης/Μαρία δεν είναι ο δικός σου άνθρωπος. Αν ήταν, δε θα υπήρχαν εμπόδια όπως το κακό timing και διάφορα τέτοια. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις, πως αυτή η εικόνα που έχεις στο μυαλό σου, είναι μια ουτοπία, κάτι που δεν μπορείς να ζήσεις. Όσο υπέροχος κι αν φαίνεται στα μάτια σου, είναι ένας ακόμη κανονικός άνθρωπος. Βρες τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ήρθε στη ζωή σου, γιατί δεν είναι για να είστε μαζί και προχώρα μπροστά. Ούτε έχει νόημα να τον συγκρίνεις με τους επόμενους. Είναι άδικο για όποιον προσπαθεί να ανταγωνιστεί ένα φάντασμα, αλλά και για σένα που δε δίνεις πραγματική ευκαιρία στον εαυτό σου να είναι καλά, με κάποιον που θέλει να προσπαθήσει να σε κάνει να χαμογελάς.
Και μπορεί να μη λέει τα αστεία του Δημήτρη ή της Μαρίας, μπορεί να μη δίνει τις ίδιες, καλές συμβουλές, αλλά μπορεί, αν δώσεις μια πραγματική ευκαιρία, να σου δείξει όλους τους λόγους για τους οποίους είναι καλύτερη επιλογή από την ιδεατή εικόνα που έχεις στο μυαλό σου. Κι ίσως και να σε κάνει να πιστέψεις πάλι σε συναισθήματα που είχες αποκλείσει.
ΥΓ: Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή που γνώρισα το δικό μου απωθημένο, τον Δημήτρη. Ήταν η πρώτη μου μέρα σε καινούργια δουλειά. Ήμουν στη reception κι όσο περίμενα να πάω στο γραφείο μου, είδα απ’ έξω να παρκάρει μια μηχανή. Έβγαλε το κράνος και τον είδα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: «κάνε Θεέ μου να μην είναι συνάδελφος». Όμως ήταν υπάλληλος. Κι είχαμε χημεία. Ήταν μεγαλύτερος, πανέξυπνος, με χιούμορ και γοητεία πρωτόγνωρη για εμένα. Μαγεύτηκα. Ανυπομονούσα να τον δω, να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Ήταν δεσμευμένος κι ήξερα πως δεν επρόκειτο να είμαστε ποτέ μαζί. Το περισσότερο που είχα ποτέ με αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, ήταν ένα φιλί στο μάγουλο την τελευταία μου μέρα στη δουλειά. Αλλά όπως έχω ακούσει να λένε «αν κάποιος άνθρωπος σου πηδήξει τον εγκέφαλο δε χρειάζεται τίποτα άλλο». Βλέπεις, ο δικός μου υπέροχος Δημήτρης, είχε αρχές που δεν του επέτρεψαν ποτέ κάτι παραπάνω, πράγμα που στα δικά μου μάτια τον έκανε ακόμη πιο υπέροχο. Ένιωσε, αλλά προφανώς όχι αρκετά ώστε να είμαστε μαζί. Ένιωσε όμως αρκετά, ώστε να μιλάμε και να τον αισθάνομαι δίπλα μου όποτε είχα πρόβλημα. Ένιωσε αρκετά, ώστε να πιστεύει σε μένα και να με ενθαρρύνει να κυνηγήσω τα όνειρά μου. Και γι’ αυτό, πάντα θα τον ευχαριστώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου