«Αυτό ήταν. Δε θα ξαναφάω το βράδυ. Μία σαλατούλα το πολύ». Όπα-όπα, στάσου γιατί σκιάχτηκα! Τι μεγάλη δήλωση ήταν αυτή παιδάκι μου; Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Άδειασε το ψυγείο, όλα τα ντουλάπια, σκίσε όλους τους καταλόγους από ντιλίβερι, διέγραψε τα τηλέφωνα από το κινητό σου, ξέχασέ τα τέλος πάντων. Αυτό που μόλις είπες ήταν πολύ βαριά κουβέντα. Μη μου αγχώνεσαι. Θα σου το εξηγήσω αμέσως με μία αναδρομή στην προηγούμενη μέρα και κυρίως νύχτα, πριν από αυτή την ηρωική απόφαση. Για περίμενε. Είναι περίπου η εκατοστή τεσσαρακοστή όγδοη φορά που το ακούω.
Το λοιπόν, ξυπνάς ακόμα ένα πρωί στο μάταιο τούτο κόσμο. Καφεδάκι και γάλα με βρώμη. Εργασία και χαρά, άντε κι ένα κουλουράκι, τι ψυχή έχει. Μεσημεράκι και φυσικά κοτοπουλάκι με νερόβραστο, άνοστο ρύζι, το τρως, δε βαριέσαι. Μηλαράκι, αχλαδάκι κι οτιδήποτε μπορεί να ξεγελάσει την πείνα σου, ακολουθεί στη συνέχεια. Ακούς κάτι; Εγώ ναι. Το στομαχάκι σου, ξεκινάει τη διαμαρτυρία του γύρω στις οκτώ το βραδάκι. Κρατήσου. Θα φας το γιαουρτάκι σου στις εννιά και θα ηρεμήσεις –χαχαχα, μπα σε καλό μας. Γιαουρτάκι, μέλι, καρύδια, κανέλα και εις αύριον με υγεία. Αράζεις στον καναπέ με την αγάπη σου. «Μωρό μου θα φάμε κάτι;», σε ρωτάει αδίστακτα. «Μα μόλις έφαγα». Πίσω μου σ’ έχω σατανά, σκέφτεσαι. Ξεκινάει ταινιούλα που για καλή σου τύχη, δεν είναι η «Πολίτικη κουζίνα».
Θριλεράκι και κάτι πρέπει να μασουλάς. Ανάλατοι ξηροί καρποί και κάνεις την καρδιά σου πέτρα. Η αγάπη σου κατασπαράζει απροκάλυπτα πατατάκια, γαριδάκια κι όλα αυτά τα αλμυρά θαύματα της χοληστερίνης. «Έλα, έλα, πάρε ένα». Ξεκινάς εσύ τα γνωστά: «Όχι, όχι, δε θέλω». Τα φέρνει μπροστά στη μούρη σου και κοντεύεις να λιποθυμήσεις από τη λαχτάρα. «Εντάξει, ένα και τέλος». Ένα, δύο, τρία, -στοπ παρεκτρέπεσαι. Κάνε λίγο υπομονή. Σε λίγο ξημερώνει –αν και για ‘σένα η νύχτα είναι ατελείωτη.
Τίτλοι τέλους κι ανάθεμά με αν θυμάσαι τίποτα από την ταινία. Κρεβατάκι, γούτσου-γούτσου, (εμ βέβαια, ο χορτάτος αντέχει), αγκαλιές, φιλιά και ύπνο. Ύπνο; Ποιος μίλησε για ύπνο; Εσένα το στομάχι σου παίζει ταμπούρλο από την πείνα. Γυρίζεις από ‘δω, γυρίζεις από ‘κει, έχεις γίνει σαν την πεταλούδα στο κουκούλι, έχεις διαβάσει όλα τα άρθρα στο pillowfights –μη διαβάσεις αυτό για τη σοκολάτα-, κι ο ύπνος πουθενά. Τζίφος.
Έχει στεγνώσει το στοματάκι σου, πονάει το κεφάλι σου κι από το τόσο νερό που έχεις πιει –ε ναι, πήρες ένα μπουκαλάκι δίπλα σου για ώρα ανάγκης, όχι για χόρταση-, κατουριέσαι. Εκεί λοιπόν που είχες να αντιμετωπίσεις μία, τώρα έχεις δύο άκρως βιολογικές ανάγκες. Κατούρημα και πείνα. Ακόμη κι αν αντιμετώπιζες το δεύτερο, το πρώτο δε γίνεται! Ιδού η ευκαιρία σου να σηκωθείς από το κρεβάτι. Τουαλέτα, μπλα-μπλα, χεράκια πλύσιμο, φως μπάνιου και παρ’ το αλλιώς. Από δεξιά είναι το υπνοδωμάτιο. Μα πώς ξεχάστηκες; Ένα βηματάκι, δύο. «Μα έχει παστίτσιο στο ψυγείο!», να σου και οι σειρήνες μέσα σου. Τρέχα παιδί μου, παιξ’ το υπνοβάτης.
Πιάνεις με ευλάβεια την πόρτα του ψυγείου ενώ ο σκύλος σου σε κοιτάζει εξονυχιστικά. Του κάνεις με νόημα «σςςςς, ένα κομματάκι θα φάω». Πιρουνάκι και βουρ στο ψητό. Κρύο, ξεκρύο, νιώθεις την καρδιά σου να φτερουγίζει κι όλο σου το είναι βρίσκεται σε κατάσταση νιρβάνας. Κλείνεις τα μάτια για να το απολαύσεις χωρίς να μπορείς να συγκρατήσεις το γνωστό «μμμμμ» που βγαίνει από μέσα σου μαζί μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό. Καλά ηρέμησε, δεν κάνεις και σεξ. Όπα, σημείωσε λάθος. Τι μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτήν τη στιγμή; Ιερή πέρα για πέρα. Εθιστική, γλυκιά, αλμυρή, υπέροχα πικρή και τόσο όμορφα ξινή. Όλες οι αισθήσεις σου είναι ενεργοποιημένες. Μυαλό, καρδιά, σώμα και ψυχή, βρίσκονται μαζί με το παστίτσιο. Έλα, παραδέξου το. Στο σεξ ξεχνιέσαι κάποιες φορές. Στο φαγητό ποτέ. Ειδικά στο απαγορευμένο!
Όχι, όχι, δε φταις εσύ. Η νύχτα φταίει. Την ημέρα κρατιέσαι, απασχολείσαι, είσαι σε υπερδιέγερση τέλος πάντων. Την νύχτα όμως; Μα πόσο πλανεύτρα είναι η νύχτα; Σου θυμίζει όλα όσα θέλεις να ξεχάσεις. Έρωτες, απογοητεύσεις, υποχρεώσεις. Όλα γυρίζουν στο μυαλό σου, μόλις ξαπλώσεις στο κρεβατάκι σου. Στη δική σου περίπτωση, καθετί γλυκό κι αλμυρό, περνάει πάνω από το κεφάλι κι εύχεσαι να μπορούσες να το κατασπαράξεις. Το χειρότερο δε, είναι όταν πραγματικά δε σε παίρνει ο ύπνος. Ξεκινάς μετράς προβατάκια, σκέφτεσαι κάθε ρούχο που δε σου κάνει, αλλά τίποτα. Πεινάς, τέλος.
Πού είχαμε μείνει; Α ναι, στο ένα κομμάτι παστίτσιο που τώρα που το ξανακοιτάς, έχεις φάει το μισό πυρέξ. Επιστροφή στο ψυγείο και ιδού. Κορμός σοκολάτας και τα σαλάκια σου κοντεύουν να φτάσουν στο πάτωμα. Κουταλάκι και να ‘ταν κι άλλο. Αναστενάζει το στοματάκι σου και τα χειλάκια σου βγάζουν φωτιές.
Αυτό ήταν. Στάνιαρες. Μην τολμήσεις να νιώσεις ενοχές και «αχ δεν έπρεπε». Απόλαυση είναι το φαγητό, καρδιά μου. Γιατί να το στερείς από τον εαυτό σου; Εντάξει, δεν είπαμε να το κάνεις σύστημα, αλλά η νυχτερινή επιδρομή στο ψυγείο είναι ίσως η μοναδική αμαρτία που την απολαμβάνεις μόνος σου. Εσύ, το πεινασμένο σου εγώ κι ένα ψυγείο γεμάτο χαρά και ηδονή.
Σε βλέπω. Ξανασκέφτεσαι τη βροντόφωνη δήλωσή σου, περί «αποχωρισμού» από το ψυγείο σου τα βράδια. Η ζωή είναι μικρή, μάτια μου. Οι απολαύσεις, ακόμα λιγότερες κι εσύ πολύ υπέροχος για να τις στερείς από τον εαυτό σου. Εξάλλου είπαμε. Είναι το δικό σου μυστικό. Το αξίζεις.
Σκούπισε τη σοκολάτα από τα χείλη σου και ύπνο. Όνειρα γλυκά!
Eπιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου