Θα τους ξεχωρίσεις μέσα στο πλήθος, αρκεί να μην τους προσπεράσεις. Ξεχωριστοί μέσα στην κοινωνική ομοιογένεια, απαλλαγμένοι από κάθε είδους επιβαλλόμενο «πρέπει», χαμένοι στις σκέψεις και τα όνειρά τους.
Πρόσεξε καλά τα μάτια τους. Ίδιοι μαγνήτες που κρύβουν μέσα τους ολόκληρες θάλασσες καθώς είναι πάντα έτοιμα να δακρύσουν. Από χαρά, από λύπη, από λησμονιά ή επιθυμία, γι’ αυτούς τα δάκρυα είναι βάλσαμο και πηγή της δύναμής τους.
Όσο για το χαμόγελό τους; Θα είσαι πολύ τυχερός αν προκαλέσεις το αληθινό χαμόγελο ενός τέτοιου ανθρώπου. Βγαλμένο μέσα από την καρδιά τους, αυθόρμητο κι ειλικρινές, είναι ίσως το πιο αβίαστα γεννημένο χαμόγελο. Αρνούνται να χαμογελάσουν όποτε το προστάζουν οι περιστάσεις. Γι’ αυτό κι όταν το κάνουν, φωτίζεται όλος τους ο κόσμος, μαζί κι ο δικός σου.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που όταν περπατάνε στο δρόμο, νιώθουν σαν να βρίσκονται μόνοι σ’ ένα δικό τους μονοπάτι. Εκείνοι που σε μια παρέα δέκα ατόμων ξαφνικά αποστασιοποιούνται κι αρχίζουν να «περιπλανιούνται» νοητά στον αυτοδημιούργητο κόσμο τους.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στην ερώτηση «Τι έχεις;» απαντούν «Τίποτα». Ένα «τίποτα» που κατακλύζει μέσα του δεκάδες σκέψεις και συναισθήματα, αλλά που δεν επιτρέπει σε κανέναν να «λεηλατήσει» τα καλά κρυμμένα μυστικά του.
Μπορεί να είναι η αδερφή σου, ο φίλος σου, η μητέρα σου, ο άντρας σου, το παιδί σου. Μπορεί να μην το πρόσεξες ποτέ, αλλά ίσως ήρθε η ώρα να το κάνεις. Όχι μόνο για ‘σένα, αλλά και για εκείνους. Για να νιώσουν αποδεκτοί μέσα στη μοναδικότητά τους.
Αν είσαι υποστηρικτής της πεποίθησης ότι «ο άνθρωπος γεννιέται», θα σου πω ότι εγώ κι όλοι «εκείνοι» έχουμε ενεργό το γονίδιο της μελαγχολίας από την στιγμή που γεννηθήκαμε. Αν πάλι θεωρείς ότι «ο άνθρωπος γίνεται», τότε ίσως οι καταστάσεις και οι εμπειρίες της μέχρι τώρα ζωής μας, προκάλεσαν διάφορες μεταλλάξεις που τελικά το ενεργοποίησαν.
Προτού βιαστείς να με χαρακτηρίσεις αντικοινωνικό, καταθλιπτικό, αγενή ή βαρετό άνθρωπο, πρόσθεσε στην ετυμηγορία σου και τη λέξη «μελαγχολικός». Όχι γιατί πρόκειται να με καταλάβεις –δε σου το ζητάω άλλωστε– αλλά για να σταματήσεις την προσπάθεια σου να με αλλάξεις.
Αγαπώ τη μελαγχολία μου. Μ’ αρέσει να «χάνομαι» μέσα της όταν όλα γύρω μου είναι τόσο καλά «θεατρικά» στημένα. Μαζί της γίνομαι ο καλύτερος εαυτός μου. Με μαθαίνω, με αποδέχομαι, με στηρίζω, με θαυμάζω, με σέβομαι. Κι όταν έρθει η ώρα, με χαρίζω ατόφιο κι αληθινό, με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.
Όχι, δε μου αρέσουν οι διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις της απόλυτης προσποίησης. Προτιμώ να καθίσω σε μια γωνιά κοιτώντας τ’ αστέρια ή έστω το ταβάνι.
Δε θα με δεις να γελάω στα οικογενειακά τραπέζια με κάθε « Πω πω πώς μεγάλωσες», «Πότε θα παντρευτείς;», «Φτου φτου σκόρδα, τρως πολύ». Ποιος, τι, είπε κανείς κάτι; Βυθισμένη στη δική μου μελαγχολία, –δική σου αγένεια–, δεν άκουσα τίποτα.
Όχι, δεν αδιαφορώ. Απλά είμαι «σε πρόγραμμα» να εκτελώ μόνο αυθόρμητες, γνήσιες, «εκ βαθέων», που λέμε, αντιδράσεις. Ένα «Χαχα, ναι μου άνοιξε η όρεξη», ή ένα ντροπαλό κοκκίνισμα μαζί με το «Εεεε ας βρεθεί ο κατάλληλος και βλέπουμε», δε θα τα πάρεις αγαπητέ από ‘μένα. Αντιθέτως, η σιωπή μου προς απάντησή σου, ταιριάζει απόλυτα.
Δε σταματάς, όμως, εκεί. Ξεκινάς τα γνωστά: «Είσαι καλά;», «Σε απασχολεί κάτι;», «Μην έχεις τέτοια μούτρα».
«Όχι δεν είμαι καλά, γιατί θυμήθηκα τον πρώτο μου έρωτα. Με απασχολεί το ότι θα ήθελα να βρίσκομαι οπουδήποτε αλλού κι έχω αυτά τα μούτρα γιατί έτσι γουστάρω». Αυτή είναι η απάντηση μου. Όμως δε θα την ακούσεις ποτέ. Οπότε και πάλι συμβιβάζομαι μ’ έναν ελαφρύ σχηματισμό των χειλιών μου. Το γνωστό «ειρωνικό γελάκι».
Πίστεψέ με. Θέλω κι εγώ να περάσω καλά. Να γελάσω, να συμμετέχω στη συζήτηση, να εκφέρω γνώμη κι άποψη. Με μία προϋπόθεση όμως. Όλα αυτά θα τα κάνω γιατί θέλω εγώ, όχι εσύ και κανείς άλλος. Εκτός αν προτιμάς τον ψεύτικο εαυτό μου, για να μου αποδώσεις μετά το χαρακτηριστικό γνώρισμα «διπρόσωπη».
Γι’ αυτό επιλέγω συνειδητά τη μελαγχολία μου. Γιατί εσύ δεν επιλέγεις τον αληθινό, μελαγχολικό εαυτό μου. Αχ και να ‘ξερες πόσο όμορφος είναι. Πόσα πράγματα έχει να σου δώσει και πόσες αλήθειες να σου εκμυστηρευτεί.
Αλλά έτσι είναι, καρδιά μου. Συνήθισαν οι άνθρωποι στα κοινωνικά κατεστημένα, στα πρότυπα συμπεριφοράς, στα «πρέπει» και τα «μη». Οτιδήποτε πέρα από τους νόμους και τους κανόνες τους, χρήζει άμεσης «θεραπείας».
Προστάτεψε τα χαμόγελά σου, μάτια μου. Αγάπησε το δικό σου κόσμο. Σεβάσου τη μοναδικότητά σου. Χάρισε στις στιγμές σου όσα δάκρυα θέλεις. Πες με τη σιωπή σου, όσα δεν τολμούν να πουν άλλοι με τις λέξεις.
Μη φοβάσαι. Θα βρεθεί αυτός που θα βλέπει την αλήθεια μέσα σε κάθε χαμόγελό σου. Αυτός που θα αγαπήσει την ομορφιά της μελαγχολίας σου, χωρίς να θέλει να την διώξει. Αυτός που θα ξέρει πότε να σε ρωτήσει «τι έχεις;» και πότε να σε αφήσει αλώβητο στα ταξίδια του μυαλού σου.
Και τότε, θα αναπνεύσεις ελεύθερα. Εσύ, εκείνος κι ο κόσμος σας. «Έλα καρδιά μου, χαμογέλασε, δε μας κοιτάζουν άλλοι…»