Η αρχή λένε, είναι το ήμισυ του παντός. Μία αρχή που μπορεί να τον καθηλώσει ώρες πάνω από ένα λευκό χαρτί ή μπροστά σε μία οθόνη υπολογιστή. Για εκείνον, κάθε γράμμα είναι πολύτιμο και κάθε λέξη ξεχωριστή. Σέβεται τη μοναδικότητά τους κι έχει μάθει να ξεχωρίζει το νόημά τους. Αυτή η αρχή, αυτή η πρωταρχική αποτύπωση των σκέψεών του, αυτή η πρώτη φράση, είναι ίσως η μεγαλύτερη δυσκολία που έχει ν’ αντιμετωπίσει ένας αρθρογράφος.
Είναι οι πρώτες λέξεις που οφείλουν να παρασύρουν τόσο ομαλά και ρυθμικά όλες τις υπόλοιπες, σαν να υπήρχαν μαζί από πάντα. Για εκείνον οι λέξεις φτιάχτηκαν για να γεννούν συναισθήματα, να επαναφέρουν αναμνήσεις, να σχηματίζουν χαμόγελα ή δάκρυα. Γι’ αυτό θέλει κάθε πρόταση που γράφει να δημιουργεί το ανάλογο σκηνικό πρώτα στο δικό του μυαλό και μετά στο μυαλό των αναγνωστών του.
Θέλει οι λέξεις που μιλούν για την κτητικότητα του έρωτα, να είναι διαφορετικές από εκείνες που εξυμνούν το μεγαλείο της αγάπη. Θέλει οι λέξεις που προβάλλουν την οικογένεια, να αποπνέουν ζεστασιά και προστασία, ενώ εκείνες που αναφέρονται στη σπουδαιότητα της φιλίας να είναι αληθινές και παραστατικές.
Όχι, δεν είναι αυτόματη μηχανή παραγωγής άρθρων. Υπάρχουν φορές που δεν έχει αυτό που λέμε «έμπνευση» κι όσο και να σπάει το κεφάλι του, αυτή αρνείται να του κάνει τη χάρη. Γιατί για εκείνον η έμπνευση, είναι ίσως η πιο απροειδοποίητη «ενόχληση» του εγκεφάλου του.
Εμφανίζεται συνήθως τις πιο περίεργες ώρες. Μπορεί να πίνει αμέριμνος τον καφέ του ή να έχει μόλις ανοίξει τα μάτια του, όταν οι λέξεις θα αρχίσουν να χοροπηδούν στο μυαλό του και η πολυπόθητη έμπνευση να του χαμογελάει πονηρά. Είναι εκείνη η στιγμή που αρπάζει ό,τι βρει μπροστά του και αφήνει τις σκέψεις του να μεταφραστούν σε λέξεις, οι λέξεις σε συναισθήματα κι όλα μαζί σ’ ένα άρθρο.
Δεν είναι παντογνώστης ούτε σοφός. Δεν τα ξέρει όλα και δε θέλει να το παίξει ξερόλας. Σέβεται κάθε θέμα για το οποίο καλείται να γράψει. Από το πιο απλό μέχρι το πιο πολύπλοκο. Δε θέλει να προσβάλλει κανέναν και γι’ αυτό εκτιμάει τη διαφορετικότητα του αναγνωστικού κοινού.
Εξάλλου αυτή είναι η γοητεία των γραπτών. Σου δίνουν τη δυνατότητα να σκεφτείς, να ταυτιστείς ή να διαφοροποιηθείς, να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις, αλλά πάντα ενεργοποιούν όλες σου τις αισθήσεις. Σε παίρνουν συνοδοιπόρο σ’ ένα νοητό ταξίδι που σίγουρα δε μένεις αμέτοχος. Ένας αρθρογράφος το γνωρίζει καλά. Εκείνος έχει κάνει αυτό το ταξίδι ξανά και ξανά μέχρι να ολοκληρώσει το άρθρο του. Έχει αφήσει τον εαυτό του να βιώσει όλα τα συναισθήματα στα οποία αναφέρεται. Ακόμα κι αν δεν είναι βιωματικά, τα ζει εκείνη τη στιγμή.
Θέλει να έχει δυναμική το άρθρο του. Να υπερασπίζεται αυτά που περικλείει και να προβάλλει όλη τη μοναδικότητά τους. Πολλές φορές, κατακλύζουν το μυαλό του τόσες πολλές σκέψεις που χρειάζεται να κλείσει τα μάτια του και να τις βάλει σε μία σειρά. Να βγει από το σώμα του και να γίνει ο ίδιος πρωταγωνιστής της σκηνής που περιγράφει.
Θέλει να έχει ζωντάνια το άρθρο του. Να «μιλάει» στην καρδιά εκείνου που το διαβάζει. Να διαβάζει την αρχή και να θέλει όλο και πιο πολύ να προχωρήσει στη συνέχεια. Με κάθε πρόταση που περνάει μπροστά από τα μάτια του, εκείνα να αποτυπώνουν τα συναισθήματά του. Έτσι, όταν φτάσει στο τέλος, να νιώθει νοσταλγία, επιθυμία, έρωτα, αγάπη, να έχει δάκρυα ή ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος στόχος ενός αρθρογράφου. Δεν έχει σημασία αν διαβαστεί το άρθρο του από δέκα ή χίλιους ανθρώπους. Σημασία έχει να μιλήσει στον εσωτερικό κόσμο αυτών των δέκα ανθρώπων. Να τους προσφέρει τη συντροφιά του, να τους δείξει ότι δεν είναι οι μόνοι που μπορεί να βιώνουν μία κατάσταση ή ότι δεν είναι οι μοναδικοί που δεν τους αρέσει να χασκογελάνε – μεταξύ μας, ούτε κι εμένα.
Πίστεψέ με, θα ήθελε πολύ να σε βλέπει όταν διαβάζεις το δημιούργημά του. Να ξεχωρίζει τις εκφράσεις στο πρόσωπό σου, να χαίρεται επειδή χαίρεσαι, να αναρωτιέται με ποια φράση δάκρυσες, με ποια διαφώνησες και τι γεύση σου άφησε στο τέλος. Για εκείνον κάθε άρθρο, είναι παιδί του. Το πονάει, το αγαπάει κι όταν το βλέπει να βγαίνει στον έξω κόσμο και να «στέκεται» με αξιοπρέπεια, το καμαρώνει.
Δεν ξεχωρίζει κάποιο γραπτό του κι αν τον βάλεις να διαλέξει, δε θα μπορέσει. Θυμάται, όμως, με ποιο ένιωσε νοσταλγία, με ποιο γέλασε, με ποιο ένιωσε περήφανος. Θυμάται εκείνο που τον έκανε να αγαπήσει πιο πολύ τον άνθρωπό του κι εκείνο που δεν μπορούσε να το τελειώσει γιατί τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα.
Δάκρυα χαράς ή λύπης. Ατελείωτες ώρες κουβέντας με το ταβάνι ή άκαρπες συζητήσεις. Εγκλωβισμένα συναισθήματα και λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Αγανάκτηση με τα κοινωνικά δρώμενα, τις πεποιθήσεις και τις προκαταλήψεις. Όλα αυτά τον οδήγησαν στη συγγραφή άρθρων και νιώθει πολύ τυχερός που μπορεί να τα εκφράζει με λέξεις.
Την επόμενη φορά που θα διαβάσεις ένα άρθρο, έχεις το δικαίωμα να διαφωνήσεις, να νευριάσεις, να θυμώσεις, να συγκινηθείς, να το διαβάσεις στα πεταχτά. Να θυμάσαι μόνο, ότι σε κάθε λέξη που διαβάζεις, εκείνος έχει αφήσει ένα κομμάτι της καρδιάς του ή μάλλον έχει ανοίξει την καρδιά του και σ’ έχει αφήσει να κοιτάξεις μέσα.
Μπορεί να μην αξίζει το θαυμασμό και την επιδοκιμασία σου, αλλά αξίζει σίγουρα το σεβασμό σου. Όχι για τις «ηλιθιότητες» που μπορεί να γράφει, αλλά για το «ξεγύμνωμά» του.
Επιμέλεια Κειμένου Ελένης Μαρκοπούλου: Πωλίνα Πανέρη