Ένα απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι. Είναι αυτή η κινητήρια δύναμη που σε γεμίζει με θάρρος, πίστη κι ελπίδα. Είναι εκείνη η ανιδιοτελής αγάπη που δε χάνεται και δεν αναλώνεται, αλλά δυναμώνει κι εδραιώνεται στην ψυχή σου.
Αν με ρωτούσε κάποιος: «Ποια είναι η πιο αγνή κι αληθινή αγάπη που έχεις γνωρίσει;», θα απαντούσα: «Αυτή του σκύλου μου». Αν, όμως, ήθελε να μάθει για τα πιο εκφραστικά μάτια που έχω αντικρίσει, ο άσπρος μπόμπιρας που συναντάω κάθε πρωί στο δρόμο για τη δουλεία, θα κατείχε την πρώτη θέση.
Είναι ένα μεγάλο ολόλευκο σκυλάκι, με δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια. Αδύνατος, μ’ ένα νωχελικό και «βαρύ» περπάτημα, που μαρτυρά την κούραση και την ταλαιπωρία του.
Όχι, δεν είναι ένα μικρό, χαριτωμένο κουταβάκι που ο κάθε άνθρωπος (το «α» κεφαλαίο, παρακαλώ), θα σταματούσε να χαϊδέψει. Είναι ένας «επικίνδυνος» για τους περισσότερους, μεγαλόσωμος σκύλος που δέχεται καθημερινά την περιφρόνηση και το φόβο των περαστικών. Κάποιοι τον διώχνουν, άλλοι τον κλωτσάνε ή περνάνε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κι όμως αυτός ο ήρεμος γίγαντας κουνάει την ουρά του όταν του δίνω το κουλούρι μου και σκύβει το κεφάλι του για να δεχτεί το άγγιγμά μου.
Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο τυχερός είναι ο σκύλος μου. Κοιμάται και ξυπνάει μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού. Απολαμβάνει το φαγητό του, το φρέσκο νεράκι του. Δέχεται συνεχώς την αγάπη και τα χάδια μας. Άλλες φορές αναρωτιέμαι για το πόσο κακομαθημένος έχει γίνει, όταν με σκασμένο στομάχι «ζητιανεύει» κι άλλο φαγητό. Όταν κάνει τα δικά του χωρίς να τον νοιάζει τίποτα, χωρίς να υπακούει σε καμία «εντολή». Όταν φοβάται να πατήσει μέχρι και το ένα του πόδι στη βροχή κι όταν ο θόρυβος του δυνατού αέρα, τον κάνει να τρέχει με την ουρά κάτω από τα σκέλια και να χώνεται στο κρεβάτι του.
Είναι εκείνες οι στιγμές που η εικόνα του λευκού «γίγαντα», έρχεται στο μυαλό μου. Δεν είναι ο μοναδικός όμως. Λίγο πιο κάτω, μία σκυλίτσα προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα κουταβάκια της απ’ τη βροχή. Ένας γεράκος έχει κουρνιάσει στην είσοδο ενός καταστήματος, αδύναμος να προφυλάξει τον εαυτό του. Αν συνέχιζα την περιγραφή της εικόνας, δε θα είχε τελειωμό.
Δυστυχώς ο αριθμός των αδέσποτων, συνεχώς αυξάνεται. Αμέλεια της πολιτείας αλλά κυρίως ανθρώπινη προσωπική αμέλεια κι ανευθυνότητα του καθενός, έχουν γεμίσει τις γειτονιές και τις πόλεις με αδέσποτα πλάσματα. Σκυλιά αλλά και γάτες, μεγάλα ή μικρά, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν αυτά που για τα δικά μας κατοικίδια είναι αυτονόητα. Τροφή, νερό και μια αγκαλιά.
Δε ζητούν πολλά γιατί δεν έχουν μάθει στα πολλά. Γιατί ξέρουν πώς είναι να μένεις νηστικός για μέρες. Ξέρουν πώς είναι να πίνεις βρώμικο νερό απ’ τα απόνερα. Έχουν κοιμηθεί μέσα στη βροχή όταν όλο το σώμα τους έτρεμε απ’ το κρύο κι έχουν δεχτεί την ανθρώπινη σκληρότητα.
Στην πιο καλή θέση (αν δεχτούμε ότι υπάρχει και καλή) είναι εκείνα τα αδέσποτα που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στο δρόμο. Εκείνα που ο αγώνας για την επιβίωση, είναι δεύτερη φύση τους. Μαθαίνουν ν’ αναζητούν τροφή στα κατάλληλα σημεία, έχουν ανακαλύψει το δικό τους μέρος για ύπνο, έχουν τους φίλους τους και ξέρουν να προσέχουν μέχρι και τα αυτοκίνητα προτού διασχίσουν το δρόμο.
Ανάμεσά τους, όμως, βρίσκονται κι εκείνα που βρέθηκαν ξαφνικά παρατημένα να περιμένουν το αφεντικό τους να γυρίσει. Ένα αφεντικό που κάποτε πήρε ένα μικρό σκυλάκι ή γατάκι πιστεύοντας ότι έχει να κάνει μ’ ένα λούτρινο ζωάκι. Το κουταβάκι, όμως, λέρωνε το σπίτι, έκανε ζημιές και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μεγάλωσε. Μεγάλωσε, απέκτησε προσωπικότητα και κάποιες φορές δεν παρίστανε το στρατιωτάκι, όπως «έπρεπε». Ήταν τότε που δεχόταν τις φωνές και τα χτυπήματα του ανθρώπου, που εκείνο αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο.
Εγκαταλελειμμένο στο δρόμο, δεν ξέρει πού να βρει τροφή και πού να κοιμηθεί. Όλα του φαίνονται άγνωστα. Κι είναι άγνωστα. Δεν μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο βρέθηκε εκεί. Τα μάτια του είναι τα πιο μελαγχολικά που έχεις δει κι αν μπορούσε να μιλήσει θα είχε σίγουρα την ευγενική και «σπασμένη» φωνή.
Αν σκέφτεσαι ν’ αποκτήσεις ένα κατοικίδιο, θα σου πρότεινα να το ξανασκεφτείς. Δεν αρκεί να είσαι φιλόζωος. Δε φτάνει να βλέπεις το σκυλάκι του φίλου σου και να το γεμίζεις στα φιλιά και τις αγκαλιές. Οφείλεις να είσαι προετοιμασμένος.
Να έχεις υπομονή όταν θα πρέπει να καθαρίζεις το σπίτι σχεδόν κάθε μέρα. Όταν θα μαζεύεις τρίχες από παντού ακόμα και κάτω από τις πατούσες σου. Θα πρέπει να είσαι συνεπής στις ώρες που θα βγάζεις το ζωάκι σου βόλτα, ακόμη κι αν πρόκειται για τις εφτά το πρωί. Όταν αρρωσταίνει, καλείσαι να μαζέψεις τον εμετό και τις ακαθαρσίες του. Να το αγκαλιάσεις και να το νταντέψεις. Όταν κάνει λάθος, καλό είναι να έχεις αυτοσυγκράτηση. Να του μαθαίνεις με επιμονή κι όρεξη το «σωστό», χωρίς να το επιπλήττεις συνεχώς με φωνές για το «λάθος».
Αν πάλι είσαι σίγουρος για την απόφασή σου, τότε αρκεί να κατέβεις μια βόλτα στη γειτονιά σου και να βρεις αυτά τα μάτια που θα μιλήσουν στη δική σου ψυχή. Να υιοθετήσεις αυτό το αδέσποτο κι εκείνο να σου προσφέρει όλη την αγάπη που έχει μέσα του. Γιατί εκείνο ξέρει να εκτιμάει. Να εκτιμάει την τροφή, τη ζεστασιά αλλά κυρίως την αγάπη σου. Γιατί αν εσύ αγαπήσεις αυτό το αδεσποτάκι μία φορά, εκείνο θα σε αγαπήσει εκατό. Και πίστεψέ με. Θα είναι μία αγάπη ανιδιοτελής και παντοτινή, γιατί εσύ θα είσαι ο ήρωάς του.
Επιμέλεια Κειμένου Ελένης Μαρκοπούλου: Πωλίνα Πανέρη