Σκέφτεσαι, ξανασκέφτεσαι, διχάζεσαι, απορείς. Θέλει ή δε θέλει; Άραγε πόσο εύκολο είναι να διαχειριστείς μια νέα γνωριμία, έναν έρωτα που μπήκε στη ζωή σου και έχει βαλθεί να σε τρελάνει στην κυριολεξία; Κι είναι κι αυτό το άτιμο το «και τώρα τι;». Έχουν τα πράγματα όπως πιστεύουμε ή δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας; Οι υποθέσεις του αν είμαστε τελικά αρκετοί, αν μας θέλει όντως το πρόσωπο ή αν πρόκειται για λόγια του αέρα φαντάζουν δύσκολες -έως ακατόρθωτες- μερικές φορές να τις διαχειριστείς.

Παίρνεις ανάσες πολλές, στριφογυρνάς σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Περιμένεις με ένα ατελείωτο άγχος να εμφανιστεί πάλι. Κι αν δε θέλει; Η ίδια σκέψη έρχεται ξανά και ξανά, επανειλημμένα στο κεφάλι σου, μα δε σε κουράζει κιόλας. Αυτά τα αυτόματα συναισθήματα που σε κατακλύζουν, όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο έντονα. Δεν ξέρεις αν η κατάσταση είναι όπως την άφησες ή αν στο μεσοδιάστημα κάτι έχει αλλάξει. Θα συναντήσεις τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια προσμονή να σε δει και πάλι; Όσο δύσκολο κι αν είναι, περιμένεις να περάσετε λίγο χρόνο μαζί. Μέχρι τότε, όμως, δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει, τι έχει στο μυαλό του. Άλλαξε κάτι ή προχωράμε;

Σε παιδεύουν ερωτήσεις και λέξεις που δε θέλεις να ξεστομίσεις, γιατί πιστεύεις ότι θα τρομάξεις τον άλλον, πως θα τον κάνεις να φύγει μακριά. Λες κι αν ήθελε, δε θα έφευγε. Σε δυσκολεύει να πεις ό,τι νιώθεις, όπως ακριβώς το σκέφτεσαι. Γιατί έχουμε μάθει να κρυβόμαστε, να κάνουμε ένα βήμα, και μετά να κλεινόμαστε πάλι στον εαυτό μας. Να κοντεύουμε να τρελαθούμε χωρίς λόγο κι αιτία. Γιατί το να είσαι δειλός και να μην εκφράζεσαι μοιάζει συχνά η καλύτερη και η πιο ασφαλής μορφή άμυνας. Αν το δεις, ωστόσο, απ’ έξω, ίσως να αναθεωρήσεις, και να σκεφτείς πως τελικά δεν είναι και τόσο τρομακτικό να ρωτήσεις. Τρέχεις σε φίλους, μιλάς παντού, αφουγκράζεσαι, και ξανά απ’ την αρχή. Τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας που δεν έχουν τελειωμό. Όλα τα «αν» προσπαθούν τώρα να σε βοηθήσουν να φτάσεις επιτέλους σε ένα συμπέρασμα.

 

 

Τρελαίνεσαι για αυτό το άτομο. Μα κυρίως σε τρελαίνει η ιδέα πως δεν ξέρεις τι θέλει, αν θέλει εσένα. Αυτή η άτιμη η ερώτηση που κάνεις όπου βρεθείς κι όπου σταθείς σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Κάνεις πολλές σκέψεις γύρω απ’ αυτό, εξετάζεις τα δεδομένα και τη μια στιγμή καταλήγεις κάπου, την επόμενη κάπου αλλού. Όταν, όμως, βρίσκεστε είναι σαν να ηρεμεί το μέσα σου, σαν να καταλαγιάζει. Και το κενό που ένιωθες στο στήθος, εκεί που χτυπάει δυνατά η καρδιά σου, μοιάζει να γεμίζει. Δε θέλεις να τελειώσει. Και δυσκολεύεσαι να βρεις τις λέξεις να πεις όσα θες να μοιραστείς.

Το μόνο που χρειάζεται είναι λογική -όση έχει απομείνει- και ψυχραιμία. Να σκέφτεστε την ηρεμία που σου προσφέρουν οι στιγμές που γελάτε, που νιώθεις πως όλα είναι εντάξει, που λες στον εαυτό σου ότι αυτό το άτομο ίσως και να σε θέλει. Μα πάλι έρχεται η αμφιβολία.

Γιατί θέλεις να σε θέλει, όπως ακριβώς κι εσύ… Κι αυτό από μόνο του μοιάζει δύσκολο -αν όχι ακατόρθωτο. 

Συντάκτης: Μαρία Παράσχου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.