Μπορεί να συζητάμε για τον φόβο της δέσμευσης με χιούμορ και να τον παίρνουμε χαλαρά, ωστόσο η πραγματικότητα διαφέρει για κάποια άτομα εκεί έξω. Όσο κι αν πιστεύουμε ότι είναι επιλογή μας να είμαστε ελεύθεροι, κάτι άλλο πιο βαθύ ευθύνεται για αυτό το συναίσθημα, που παραπέμπει σε μια ιδιαίτερη φοβία. Αυτός ο φόβος της ένωσης είναι που ταλαιπωρεί ιδιαίτερα τον εαυτό μας, αλλά και αποτρέπει τις προσωπικές σχέσεις μας από το να συμβούν. Κάτι που δεν είναι ευχάριστο, ειδικά όταν οδηγεί σε μια εσωτερική καταπίεση.
Όλα ξεκινούν ίσως από ενδεχομένως προηγούμενα βιώματα στο παρελθόν, από κέρατα που κάποιος έμαθε τυχαία, ψέματα που με το ζόρι βγήκαν στην επιφάνεια, ανθρώπους που έφυγαν σε μια νύχτα και χειριστικές καταστάσεις. Ένα άτομο λοιπόν, που μπορεί να βιώνει τον φόβο της δέσμευσης έχει εκ των προτέρων την τάση να απομακρύνεται και να υψώνει το δικό του τοίχος ανάμεσα στα άτομα που δε θέλει κοντά του -γιατί φοβάται πως μια μέρα θα τα χάσει. Έχει συνηθίσει στην τωρινή ζωή να αμφισβητεί το κατά πόσο καλός σύντροφος ή παρέα μπορεί να είναι για τον οποιοδήποτε πλάι του κι αφήνει αυτές τις ανασφάλειες να του επιβάλουν ουσιαστικά μια μοναχική ζωή. Βάζει τον εαυτό του σ’ ένα πλαίσιο και κλείνεται μέσα σ’ αυτό κρατώντας στην ψυχή του ό,τι μπορεί να τον βασανίζει. Αυτό αποδεικνύει και το πόσο αυστηρός ίσως να είναι με τους ανθρώπους αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό -τον οποίο τιμωρεί και αμφισβητεί με την πρώτη αμφιβολία.
Θα έχεις παρατηρήσει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιλέγει το πόσο και πότε θα μιλήσει. Ζει μέσα σ’ ένα κύκλο, αφήνοντας τη μία τον εαυτό του να περάσει όμορφα και αναγκάζοντάς τον την άλλη, να κλειστεί πάλι στο καβούκι του. Βάζει ένα μόνιμο χρονόμετρο στις λέξεις, στα μηνύματα, στην επαφή από κοντά και νομίζει πως έχει βρει την εύκολη λύση. Αφήνει στη μέση σχέσεις, φιλίες, εξηγήσεις -φεύγει χωρίς πολλά-πολλά. Αφήνει στο διαβάστηκε χωρίς λόγο κι αιτία μηνύματα, όσο στήνει σε εισόδους πολυκατοικιών τα ραντεβού του. Και θα ήταν πολύ εύκολο και βολικό να χαρακτηρίσουμε με άσχημα λόγια έναν τέτοιο άνθρωπο και να τον αφήσουμε να πάει στο καλό, μα ξέρουμε πως κι αυτός πονάει.
Στο κάτω-κάτω, μπορεί να φαντάζει λίγο αδιανόητο, μα πολλά άτομα κυριαρχούνται απ’ αυτήν τη φοβία. Το να βρεθούν από κοντά και να πλησιάσουν ακόμα περισσότερο το άτομό τους, τους προκαλεί άγχος. Γιατί φοβούνται πως θα δεθούν πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Γιατί τρέμουν στην ιδέα ότι θα περάσουν όμορφα με κάποιον και θα πρέπει να διαχειριστούν νέα για αυτούς συναισθήματα -ή συναισθήματα που στο παρελθόν δεν κατέληξαν καλά. Διότι βγάζουν ένα αίσθημα ενοχής και ρίψης ευθυνών στον εαυτό τους για ό, τι μπορεί να ακολουθήσει. Πιστεύουν πως θα απογοητεύσουν όποιον είναι γύρω τους με τη δική τους συμπεριφορά. Όλα αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα ενισχύουν τον φόβο με τέτοιο τρόπο, που το άτομο κάνει βήματα κάθε φορά που πλησιάζει κάτι όμορφο.
Φτάνουν σ’ ένα δικό τους συμπέρασμα και κάθε φορά αποφασίζουν πως «δεν κάνει για εσένα». Μα αν δεν κάνουν αυτό το βήμα, αν δεν πιστέψουν στα αισθήματά τους και δε δουλέψουν μ’ αυτά, θα αισθάνονται μια ζωή πως δεν αξίζουν αγάπη -είτε οι ίδιοι είτε κι οι γύρω τους. Θα καταλήγουν κάθε φορά στο συμπέρασμα πως μπορούνε να τα καταφέρουν και μόνοι τους, αφού άλλωστε ο έρωτας πονάει -ή έτσι έμαθαν.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου