Μπορεί η σχέση με τον ψυχοθεραπευτή μας να είναι μια σχέση εμπιστοσύνης, να έχουμε χτίσει τη θεραπευτική συμμαχία και κάθε φορά που τελειώνουμε τη συνεδρία να νιώθουμε ότι έχουμε κάνει ένα βήμα παραπάνω, ή έστω ότι ακολουθούμε έναν καλό δρόμο προσέγγισης. Ωστόσο, είναι συχνό το γεγονός να βλέπουμε τον θεραπευτή ως ένα πρόσωπο που θέλουμε συνεχώς να μην απογοητεύουμε σχετικά με την πρόοδό μας. Συναίσθημα που εντείνεται αν έχουμε διακόψει τη θεραπεία για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι ένας φόβος που υπάρχει ενδόμυχα και μπορεί ως και να μπλοκάρει την επαναφορά μας στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Όταν δουλεύουμε με τον εαυτό μας παρατηρούμε αρκετές αλλαγές- ωστόσο δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε αν όντως τα πάμε καλά ή αν τελικά μένουμε στάσιμοι. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί δεν κατανοούμε πλήρως τον τρόπο που θα διαχειριστούμε μια κατάσταση με το πέρας των συνεδριών, ή το αν υπάρχει ορατή βελτίωση της διαχείρισης των σκέψεών μας. Πολλοί πιστεύουν πως η θεραπευτική σχέση είναι δύσκολη γιατί πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια ώστε να μην αποτυγχάνουν, φτάνοντας στο σημείο της απογοήτευσης του θεραπευτή. Αυτή η πεποίθηση ότι δε βελτιωθήκαμε, δεν κάναμε κάτι ουσιαστικό από την τελευταία φορά, μείναμε στάσιμοι, μπορεί να οδηγήσει από το να πούμε ψέματα στον θεραπευτή μας, ως και στο να τα παρατήσουμε εντελώς.
Ο φόβος αυτός μπορεί να πηγάζει, πέρα από την εσωτερική μας φωνή κι από τον περίγυρό μας, που ενδέχεται να μας μπερδεύει ή και να μας κρίνει. Όταν θ’ ακούσουμε να σχολιάζουν τη συμπεριφορά μας και τη στάση μας απέναντι στην ψυχοθεραπεία, μπορούμε ως και να θεωρήσουμε πως, τελικά, αποτυγχάνουμε και δε δουλεύουμε τόσο με τον εαυτό μας. Αυτή η πεποίθηση θα προκαλέσει την αναταραχή και τον φόβο ότι στην επόμενη συνεδρία αναφέροντας την “αποτυχία” μας, θ΄ απογοητεύσουμε και τον θεραπευτή μας. Το πρόσωπο που θέλουμε να νιώθουμε ότι κάνουμε περήφανο, τον άνθρωπο που θ’ ακούσει πραγματικά πώς νιώθουμε για κάθε τι που έχουμε καταφέρει. Θα μας δει ίσως να κλαίμε, να θυμόμαστε, να ξεθάβουμε τραύματα. Πώς θα δεχτεί, όμως, ότι εμείς κάναμε λάθος;
Η εμπιστοσύνη που χτίζουμε μαζί με τον ψυχοθεραπευτή μας είναι το κλειδί της μεταξύ μας σχέσης και της επιτυχίας της θεραπευτικής διαδικασίας. Αυτό που χρειάζεται να γίνει, είναι να αντιληφθούμε πως ο άνθρωπος αυτός, υπάρχει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο στην καθημερινότητά μας, είναι εκεί για να δει την πρόοδό μας και φυσικά κάθε φορά που πάμε για τη συνεδρία δεν περνάμε από αξιολόγηση. Επίσης, δεν είναι καθόλου σπάνιο να διακόπτουμε για ένα εύλογο χρονικό διάστημα τη θεραπεία κι έπειτα, αν τύχει και δούμε ότι δυσκολευόμαστε, να ξεκινάμε πάλι. Είναι αυτή η αποχή που θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε, για να εξετάσουμε την πρόοδό μας, ή απλώς η ανάγκη μας να κάνουμε μία παύση. Όταν, όμως, συνειδητοποιούμε πως αποζητάμε τη συνέχεια της θεραπείας, τότε το μόνο που δε χρειάζεται να νιώθουμε είναι ενοχές.
Το έντονο αίσθημα ότι δεν τα έχουμε καταφέρει όσο θα θέλαμε, ίσως είναι κι ένας από τους βασικότερους λόγους που μάς αποτρέπει από το να επιστρέψουμε στην ψυχοθεραπεία. Η ανασφάλεια ότι πρέπει να καταβάλει διπλή προσπάθεια και πως θ’ απογοητεύσει και τον θεραπευτή με την αποτυχία του να πάει μπροστά, είναι κάτι που ανατρέπει την απόφαση να ξεκινήσει κάποιος ξανά συνεδρίες. Ωστόσο, ακόμα κι αυτή η σκέψη είναι προτιμότερο να επικοινωνηθεί, κι ο ίδιος ο θεραπευτής θα τη διαψεύσει.
Η ψυχοθεραπεία είναι το πιο προσωπικό μας ταξίδι. Ένα ταξίδι που περνάμε μόνοι μας και με οδηγό τον θεραπευτή μας βρίσκουμε το μονοπάτι που ίσως να είχαμε χάσει. Μέσα σ’ όλη τη διαδικασία είναι απολύτως λογικό να βιώσουμε συναισθήματα ανάμεικτα και κυρίως ν’ αμφιταλαντευτούμε για τα θέσφατά μας και στην προσπάθεια να διαχειριστούμε τους φόβους μας, τόσο με τους άλλους, όσο και με τον θεραπευτή μας, να περάσουμε από διάφορα στάδια αμφισβήτησης. Δεν πρέπει να παραλείπουμε, όμως, ότι κι ο ίδιος ο ψυχολόγος μας, είναι εκεί για να ακούσει όλες τις σκέψεις μας, ακόμη κι αυτές που αφορούν τον ίδιο. Πάρε μια ανάσα, το ταξίδι της θεραπείας συνεχίζεται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου