Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει απ’ τον καιρό που στήναμε καβγά με οποιοδήποτε άλλο παιδί τολμούσε να πειράξει τα παιχνίδια μας, δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο η ενόχλησή μας κάθε φορά που κάποιος μπλέκει με όσα θεωρούμε δικά μας. Ή έστω είχε μπλέξει στο παρελθόν. Γιατί, στην τελική, τι σημασία έχει; Ήταν ανέκαθεν δικά μας, απλώς καθυστέρησε λίγο η παράδοση.

Πώς μπορούμε, λοιπόν, να αποδεχτούμε ότι ο άνθρωπός μας υπήρξε για ένα μεγάλο ή έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα ο άνθρωπος κάποιου άλλου; Ότι πρωταγωνιστής στη ζωή του αποτελούσε ένας τυχαίος. Πώς μπορούμε να είμαστε εντάξει με τη σκέψη ότι αυτός που αγαπάμε συνήθιζε να κοιμάται και να ξυπνά με ένα άλλο κορμί στο πλευρό του; Ότι κάποιο άλλο όνομα φώναζε στο κρεβάτι του. Ότι φιλούσε κάποια άλλα χείλη, ότι χάιδευε άλλα μαλλιά κι ότι κρατούσε άλλο χέρι στο δρόμο. Ότι ενδιαφερόταν για το πώς πήγε η μέρα κάποιου άλλου κι ότι σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει αυτός ο άλλος κάθε λεπτό που τον αποχωριζόταν. Ότι είχε κοινό τραγούδι και κοινές αναμνήσεις με αυτόν. Ότι υπήρξε ευτυχισμένος, αγνοώντας πλήρως την ύπαρξή μας.

Και στο χειρότερο σενάριο, πώς μπορούμε να νιώθουμε γεμάτοι αν ξέρουμε ότι το έτερόν μας ήμισυ στάθηκε κάτι το επιπόλαιο για άλλους; Ότι αυτό που εμείς μοχθούμε για να διαφυλάξουμε απ’ τα μάτια του κόσμου και να σιγουρευτούμε πως δεν πρόκειται να πληγωθεί ποτέ, μεταχειρίστηκε σαν κάτι το ασήμαντο και το μηδαμινό. Ότι αυτό που για εμάς σημαίνει όλο μας τον κόσμο, ο υπόλοιπος κόσμος δε δίστασε να το πατήσει και να το πονέσει.

Και στις δύο περιπτώσεις, νιώθουμε να παρενοχλεί το «είναι» μας ένα πρωτόγνωρο αίσθημα. Κάτι που κάποτε κοροϊδεύαμε. Όχι μόνο αυτό, αλλά κι όλους όσους ενεργούσαν με γνώμονα το ίδιο. Άλλωστε, τι μας νοιάζει τι στο καλό έκανε ο άλλος πριν από εμάς; Και πόσο εγωιστικό μπορεί να είναι από μέρους μας να απαιτούμε να μην έχει υπάρξει κάποιος άλλος πριν από εμάς;

Αυτό συμβαίνει γιατί ίσως για πρώτη φορά ήρθε στο δρόμο μας κάποιος που στα μάτια μας φαντάζει τόσο πολύτιμος. Σημαντικός ή ασήμαντος, εκείνος ο ξένος τόλμησε να μπει στη ζωή του αγαπημένου μας πριν από εμάς. Σε ρόλο ξεδιάντροπου εισβολέα, κατάφερε να μας αφαιρέσει τις επιπλέον στιγμές που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και να αποκλείσει την πιθανότητα να κάνουμε πράγματα για πρώτη φορά μαζί.

Δεν είναι θέμα εγωκεντρισμού ή κτητικότητας. Είναι ζήτημα ενδιαφέροντος. Είναι ζήτημα ενοχής για το γεγονός ότι το πρόσωπό μας δε θα είχε υπομείνει κάποιες καταστάσεις ή δε θα είχε χαραμιστεί σε ανούσιες συναναστροφές αν εμείς ήμασταν απλώς λίγο πιο γρήγοροι. Αν δε βιάζονταν εκείνοι.

Εκεί είναι το σημείο που προσπαθούμε να ενστερνιστούμε μια πεποίθηση χιλιοειπωμένη, μα παράλληλα καθόλου πειστική στον όχι και τόσο φιλοσοφικό μας εγκέφαλο. «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο», λέμε. Και σε αυτό το πλαίσιο, κοιτάμε να απολαύσουμε τις στιγμές που μας παρέχονται τώρα.

Κάποιες στιγμές, που ίσως να μην είχαμε τη δυνατότητα να τις ζήσουμε, εφόσον ο σύντροφός μας θα μπορούσε να μην τις εκτιμήσει σε κάποια άλλη φάση της ζωής του.  Αν δεν είχε προηγουμένως γνωρίσει εκείνους τους ανθρώπους με εκείνες τις συμπεριφορές που τους συνόδευαν.

Οπότε, αντί να αναλωνόμαστε σε μια ανούσια σκέψη –που πρακτικά δεν είναι δυνατό να αλλάξει, αφού εμπλέκει παρελθοντική συνιστώσα– ας ευχαριστούμε που σταθήκαμε τόσο τυχεροί,  ώστε όλοι αυτοί να μην εκτιμήσουν πόσο σπουδαίο ήταν το άτομο αυτό και να το αφήσουν σε εμάς.

 

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη