Πάντοτε τον παρατηρούσε. Σκεπτικό. Απόμακρο, ενίοτε. Ίσως και απρόσιτο, θα μπορούσε να πει, κάποιες φορές. Αδυνατούσε να καταλάβει αν έφταιγε η ίδια ή εκείνος ή όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Πάντως, στο μυαλό της κάτι έπρεπε να φταίει. Κάτι, που αν το ανακάλυπτε, ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να το φτιάξει. Τότε, θα μπορούσαν να είναι επιτέλους, μαζί. Χωρίς να της περάσει ποτέ απ’ το μυαλό το ενδεχόμενο ότι ο ίδιος ίσως να μην ήθελε να αλλάξει. Ή ακόμη κι αν ήθελε, δεν μπορούσε.
Έφτασε στο σημείο να απορεί αν ήταν δημιούργημα της φαντασίας της η όποια οικειότητα της φανέρωνε. Τα διστακτικά χαμόγελα, οι ντροπαλές ματιές γεμάτες νόημα, το ενδιαφέρον για το πώς κύλησε η μέρα της. Δε γινόταν να είναι φιλικό όλο αυτό. Μα ούτε και ερωτικό. Κι εκείνη; Εκείνη πώς να ανταποκριθεί σε κάτι που δεν το έχει συγυρίσει προσεκτικά σ’ ένα από τα κουτάκια, όπου συνήθιζε να κατηγοριοποιεί τα γεγονότα της ζωής της; Πώς να ξέρει προς τα πού να κινηθεί, απ’ τη στιγμή που αυτό το «κάτι» αλωνίζει ελεύθερα μέσα στο μυαλό της;
Έκανε προσπάθειες και προσπάθειες μέχρι να το αποφασίσει. Την τελευταία την όρισε η όψη της στον καθρέφτη μετά από ακόμη μια νύχτα που δεν κατάλαβε για πότε έγινε πρωί. Αντικρίζοντας την πιο εξαντλημένη εκδοχή του εαυτού της, συνειδητοποίησε πόσο είχε κουραστεί ν’ αναλώνεται στη σκέψη του κινήτρου πίσω απ’ τις πράξεις του. Ή τις απραξίες του. Είτε ο λόγος ήταν ότι παρερμήνευε τη συμπεριφορά του, ενώ ο ίδιος δεν έτρεφε το οποιοδήποτε συναίσθημα για εκείνη, είτε ότι φοβόταν να το εκδηλώσει, είτε ότι απλώς έπαιζε μαζί της. Έπρεπε να τελειώσει αυτή την κατάσταση, πριν η κατάσταση αποτελειώσει την ίδια.
Κι έτσι κι έκανε. Έκατσε κι έπλασε γι’ αυτόν μια αλλοιωμένη εικόνα, η οποία στηριζόταν κατεξοχήν στα χαρακτηριστικά που της έδειχναν ότι άνηκε στους πολλούς, που έκτοτε την είχαν εκμεταλλευτεί. Και δε θα το επέτρεπε ξανά, ήταν αποφασισμένη. Προσπάθησε σκληρά μέχρι να πείσει τον εαυτό της ότι η απόφαση της ήταν η σωστή και ότι όλο αυτό τον καιρό εθελοτυφλούσε, που διέκρινε στα μάτια του την ουσία που έψαχνε. Και τα κατάφερε. Κι απομακρύνθηκε.
Εκείνος, όμως, δεν άλλαξε τη συμπεριφορά του απέναντί της. Συνέχιζε να της χαμογελά και να την κοιτάζει και να τη ρωτάει για τις μέρες της. Πράγμα που την εξόργιζε. «Μα καλά, τόσο αδιάφορη του είναι η άρνησή μου για οποιαδήποτε επαφή μαζί του;». Είχε αποφασίσει πως δε θα ήταν πλέον το παιχνίδι κανενός. Έτσι, προσπάθησε να φορέσει την πιο σκληρή μάσκα, που ούτε καν είχε. Και να πάει να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν την ιστορία, που της έμοιαζε να γράφεται μόνο από εκείνη.
Θυμάται ακόμη εκείνη τη μέρα. Θυμάται επί λέξη εκείνα τα λόγια. Όταν του μίλησε ανοιχτά για τη συμπεριφορά του και πόσο αυτή την ενοχλούσε, τότε ήταν που κατάλαβε ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα όλο αυτόν τον καιρό. «Δεν εσωκλειόμαστε σε κέλυφος μόνο για να μην πληγωθούμε, αλλά και για να μην πληγώσουμε τους άλλους», της είπε στοργικά. Με το πρόσωπό του να παίρνει ξαφνικά μια αγνώριστη μορφή οικειότητας, συνέχισε, λέγοντας «Κι εσύ είσαι το μόνο άτομο που δε διανοούμαι να πληγώσω ποτέ μου».
Δε χρειάστηκε να ειπωθεί κάτι άλλο. Τότε ήταν για πρώτη φορά όλα ξεκάθαρα. Τότε οι δαίμονές της σώπασαν, για να της αφήσουν περιθώρια ν’ αφουγκραστεί εκείνο το δυνατό, που δε σπαταλούσε τη δύναμή του σε εκκωφαντικές εκδηλώσεις αγάπης. Που προτιμούσε να την αφήσει αλώβητη, για να την παραλάβει ολόκληρη το άτομο, για το οποίο προοριζόταν. Που επιτέλους βγήκε στην επιφάνεια· και δε σκόπευε να ξαναβυθιστεί.
Όσοι μας θεωρούν αρκετά σημαντικούς, για ν’ ανησυχούν για το ενδεχόμενο να μας πληγώσουν, είναι εκείνοι που δε θα μας πληγώσουν ποτέ. Ειδικά αν είναι διατεθειμένοι να πληγώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, απαλλάσσοντάς τον απ’ την παρουσία μας, για τον ίδιο λόγο. Γι’ αυτούς, αξίζει ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας για μία ακόμη φορά, ακόμη κι αν δεν ήταν λίγες οι φορές που το κάναμε και το μετανιώσαμε στο παρελθόν.
Κι ας το τίμημα είναι να κλειστούμε μαζί στο κέλυφός τους. Όλως παραδόξως, αυτό θα είναι το μοναδικό μέρος, όπου θα νιώθουμε πιο ελεύθεροι απ’ οπουδήποτε αλλού.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου