Είναι αυτοί που αλλάζουν φωτογραφία προφίλ λίγο πιο συχνά από όσο αλλάζουν στην ταυτότητα κι αυτό μετά από πολύωρο πρήξιμο από εκείνους τους φίλους τους, που επιζητούν μια αλλαγή στις συνομιλίες τους μια στο τόσο. Για να πετύχεις φωτογραφία τους στο Facebook, πρέπει ή να παίρνουν πτυχίο ή να έχουν αποικίσει τον Άρη. Και στις δύο περιπτώσεις, η φωτογραφία θα ανεβεί από καμιά θεία τους, που θα γράφει με κεφαλαία γράμματα: «Μπράβο, μας κάνεις περήφανους» με ένα ηλίθιο υποκοριστικό να ακολουθεί και να καταστρέφει το νόημα της όλης περίστασης.
Είναι κι οι άλλοι, όμως. Οι πολλοί κι οι συντριπτικοί. Εκείνοι που πιστεύουν ακράδαντα ότι οι ακόλουθοί τους θα ανεβάσουν πυρετό σε περίπτωση που τύχει ένα πρωινό να μην τους θαυμάσουν κοκεταρισμένους με τον καφέ στο χέρι πριν τη δουλειά ή το πανεπιστήμιο. Εκείνοι που πρέπει να έχουν αφιερώσει ώρες κι ώρες μέχρι να ανακαλύψουν τη γωνία με ακρίβεια δεκάτων μοιρών, που τους αναδεικνύει καλύτερα και που φροντίζουν να μας δείχνουν συνεχώς ότι το καλό τους προφίλ είναι ακόμη καλύτερο κι από ό,τι το θυμόμασταν την προηγούμενη μέρα.
Εκείνοι που έχουν λάβει πολύ σοβαρά το ρόλο τους ως άξιοι υπήκοοι της μόδας και τον εκτελούν με αξιοζήλευτη αφοσίωση, μοστράροντας με έπαρση το outfit της εκάστοτε μέρας σε ένα σώμα ανάλογο με αυτό που ονειρευόμαστε εμείς, καθώς απολαμβάνουμε τη δεύτερη σοκολατίνα. Εκείνοι, που μια ματιά στον όποιο λογαριασμό τους σε πείθει ότι διαθέτουν κινητό φωτογράφο, να απαθανατίζει κάθε τους κίνηση, καθώς κι ιδιωτικό συμφωνητικό περί των αυθόρμητων φωτογραφιών με όλα τα μαγαζιά της περιοχής τους.
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι κάθε μας πράξη ανεξαιρέτως κρύβει ένα κίνητρο πίσω της. Συνειδητό ή ασυνείδητο. Έχετε άραγε αναρωτηθεί ποιος λόγος μπορεί να ευθύνεται για μια τέτοια συμπεριφορά; Ίσως να πιστεύουμε καμιά φορά πως όσοι δείχνουν τόσο πολύ τη φάτσα τους και διαφημίζουν τόσο πολύ τη ζωή τους χαρακτηρίζονται από μια υπέρμετρη αυτοπεποίθηση. Μια αυταρέσκεια, ένα ναρκισσισμό, μια ματαιοδοξία· κάτι τέλος πάντων. Κι αν σας έλεγα πως πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο σενάριο;
Ο κυριότερος λόγος που κυνηγάει κάποιος τη διασημότητα είναι για να αυξήσει τις μετοχές του στον έρωτα. Μάλιστα. Όλος αυτός ο διακαής πόθος για συλλογή likes δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από μια σύγχρονη προσπάθεια των –όχι και τόσο σίγουρων για τον εαυτό τους– ανθρώπων να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που τους λείπει. Να πιστέψουν πως μπορούν να γοητεύσουν κάποιες δεκάδες εκεί έξω. Ή να κάνουν τον συγκεκριμένο που γοητεύει τους ίδιους να νιώσει την απειλητική ανάσα των επίδοξων κατακτητών και να ανασυγκροτηθεί.
Η επένδυση σε κάτι τόσο σπουδαίο όσο ένα συναίσθημα –πόσο μάλλον το υπέρτατο– δεν είναι δυνατό να γίνεται μέσω διαδικτύου. Γρήγορα, εύκολα κι εξιδανικευμένα. Θέλει επαφή, χρόνο και περισσότερη προσπάθεια από όση χρειάζεται μια πετυχημένη φωτογραφία. Εξάλλου, ο άνθρωπος στον οποίο αξίζει να καταθέσεις την ψυχή σου δεν πρόκειται να εντυπωσιαστεί με ένα μάτσο καλοστημένες φωτογραφίες.
Θα μαγευτεί με την πιο άχαρη εκδοχή σου –σύμφωνα με εσένα– που θα φωτογραφίζει το μάτι του κάθε που θα γελάς όταν τα κάνεις μαντάρα. Την οποία θα φυλάει στο πίσω μέρος του μυαλού του, μακριά από όλους εκείνους που αρκούνται στο ψυχρό προσωπείο, που σε έχει αναδείξει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι αυτό, γιατί θέλει να την προστατέψει από τα αδιάκριτα βλέμματα. Γιατί εκείνος διέκρινε πρώτος πως είσαι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που θέλεις να δείχνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη