Το ήξεραν απ’ την πρώτη στιγμή. Απ’ το πρώτο «χαίρω πολύ», που στην ουσία ήταν «χαίρω υπερβολικά πάρα πολύ». Απ’ τις πρώτες κουβέντες που αντάλλαξαν μέσα στην κοινή παρέα, που έκαναν τους υπόλοιπους να θεωρούν τους εαυτούς τους ανίκανους να ερμηνεύσουν τον κώδικα επικοινωνίας τους. Μα δεν περίμεναν, κιόλας, να ασχοληθεί κάποιος με τους ίδιους. Στο μυαλό τους βρίσκονταν σε ένα ιδανικό περιβάλλον, που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από εκείνους τους δύο. Η λάμψη στα μάτια τους πρόδιδε μια ανεξήγητη οικειότητα, με την οποία δεν είχαν έρθει ξανά σε επαφή.
Κι όσο ο καιρός προχωρούσε κι οι κοινές συναντήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όλο και πιο πολύ συνειδητοποιούσαν πως ο μόνος λόγος που ανυπομονούσαν να βγουν απ’ το σπίτι τους ήταν για να ιδωθούν. Έστω κι αν αυτό σήμαινε βλέμματα να πηγαινοέρχονται απ’ τη μία άκρη του τραπεζιού στην άλλη.
Η ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν ηλεκτρισμένη και κάποιες φορές άγγιζε τα όρια της ταραχής, ειδικά στις περιστάσεις που τους έφερναν απομακρυσμένους απ’ την υπόλοιπη παρέα. Σχεδόν, αφού κανείς απ’ τους δύο δεν είχε κατασταλάξει κατά πόσο το αίσθημα αυτό ήταν αμφοτερόπλευρο. Ή αν υπήρχε όντως κάποιου άλλου είδους συναίσθημα από μέρους τους πέρα από φιλικό, το οποίο ίσως να παρερμηνεύτηκε λόγω του πρωτοφανούς της περίπτωσης.
Πόσες παρόμοιες ιστορίες έχεις ακούσει; Πόσες έχεις βιώσει; Και σε πόσες από αυτές ήσουν ο πρωταγωνιστής; Κι εν τέλει, πόσες από αυτές κατέληξαν αίσια κι όχι με επιλόγους γραμμένους από αποστάσεις, δάκρυα κι απογοήτευση; Πώς πρέπει να κινηθείς απ’ τη στιγμή που καταλαβαίνεις ότι ο φίλος σου σημαίνει για σένα κάτι πολύ περισσότερο;
Το πραγματικό δίλημμα είναι ότι, στην τελική, καλείσαι να ποντάρεις τη φιλία σας πάνω στο τραπέζι της εξομολόγησης. Και το πιο τρομαχτικό στοιχείο στο αν θα πάρεις την απόφαση αυτή είναι η απόκλιση στα ενδεχόμενα αποτελέσματα της πράξης σου.
Διότι, άντε κι αποφασίζεις να το εκμυστηρευτείς. Στο σενάριο –που αποτελεί και το πιθανέστερο στο μυαλό σου– που ο άλλος δεν έχει την ανταπόκριση που θα ήθελες, χάνεις απ’ τη ζωή σου έναν άνθρωπο με τον οποίον σας συνέδεε κάτι τόσο ουσιαστικό. Και τον χάνεις, γιατί μετά από αυτή την εξομολόγηση, αποκλείεται δια ροπάλου το ενδεχόμενο της συνέχειας της μέχρι πρότινος σχέσης σας -όσο κουλ και να προσπαθήσετε να το παίξετε. Απ’ την άλλη πλευρά, στην ιδανικότερη περίπτωση που παραδεχτεί κι ο άλλος τα αισθήματά του για το πρόσωπό σου, θα αποκτήσετε κάτι πολύ πιο εκρηχτικό από ό,τι είχατε μέχρι τώρα.
Το άλλο σενάριο είναι εκείνο που επιλέγεις να μοιραστείς όλα όσα θα ήθελες να πεις, με τη σιωπή του δωματίου σου ενώπιον του εαυτού σου. Και μπορεί αυτή να φαίνεται η πιο ασφαλής επιλογή, όμως στην πραγματικότητα είναι αυτή που ενέχει τους περισσότερους κινδύνους. Γιατί θα καταντήσεις να τα λες κάθε βράδυ, θυμίζοντάς σου ξανά και ξανά το πόσο δεν πάλεψες.
Γιατί θα προσπαθείς να κρύβεις πάντοτε περίτεχνα τόσο από εκείνον όσο κι από εσένα όλα αυτά που σε κατακλύζουν. Μένοντας εγκλωβισμένος στο ψέμα συμβιβασμού σου, θα αναρωτιέσαι πάντοτε για το τι θα γινόταν αν έστω για λίγο είχες την ευκαιρία να παρατηρήσεις τη θέα γύρω από αυτό. Ακόμη κι αν αυτή η θέα δεν ήταν αυτή που ήθελες, θα ήξερες τουλάχιστον με σιγουριά πως θα έπρεπε να αναζητήσεις κάποια άλλη θέα, σε κάποια άλλη γειτονιά.
Δεν είναι θέμα θάρρους. Είναι θέμα κόστους κι ωφέλειας. Και προθυμίας να κρατήσεις το άτομο αυτό στη ζωή σου με οποιοδήποτε τίμημα. Θέμα επιλογής αν αυτός ο άνθρωπος θα είναι πάντα «το φιλαράκι» με το οποίο θα νιώθεις την ανάγκη να μοιράζεσαι κάθε στιγμή της ζωής σου, σε όποια αγκαλιά κι αν ξέρεις πως είναι βυθισμένος. Αυτός ο «φίλος» που δε θα μπορέσει κανείς έρωτας να ανταγωνιστεί… Ή αν θα είναι αυτός που θα έχει αυτό το ρόλο στη ζωή σου κι όλους τους υπόλοιπους. Ή αν θα είναι κάποιος που τα λόγια σου θα αποτελέσουν φωτεινές επισημάνσεις για την έξοδό του απ’ τη ζωή σου οριστικά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη