Κάπου εκεί που χάνεσαι στο μέτρημα των ποτηριών, όταν τα φώτα του κλαμπ αρχίζουν να σμίγουν στα μάτια σου και δεν ξέρεις αν γίνονται οι γύρω σου πιο διασκεδαστικοί ή εσύ πιο χαζοχαρούμενος. Στη φάση που ξέρεις πως ένας εν δυνάμει επόμενος γύρος σφηνάκια θα είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπόλοιπης βραδιάς… Τότε είναι που περνούν απ’ το μυαλό σου όλες εκείνες οι στιγμές που, σύμφωνα με άλλους, πρωταγωνιστούσες, αλλά η μνήμη σου φαίνεται να σου κρατούσε μούτρα από μια συγκεκριμένη ώρα και μετά. Τότε είναι που καταλαβαίνεις ότι ίσως να μην είσαι και τόσο νηφάλιος, αφού συνειδητοποιείς πόσο μοιάζει το αίσθημα που νιώθεις τώρα με εκείνο τότε.
Σκέφτεσαι να φερθείς ώριμα. Για ένα χαλαρό ποτάκι βγήκες, εξάλλου. Δε θα γίνεις κουρόμπελο ξανά, μεγάλωσες γι’ αυτά. Διακριτικά αρνείσαι να πιεις άλλο. Σε αυτή σου την απόφαση, όμως, δεν υπολόγιζες την επιμονή των φίλων σου. Οι οποίοι, ήταν αναμενόμενο να πάρουν το θέμα πατριωτικά. Τι σόι φίλοι είναι αν δεν ασκούν τη χείριστη επιρροή πάνω σου; Καλά, εδώ που τα λέμε, δε χρειάστηκε κι αρκετή προσπάθεια. Μια φορά βγήκες κι εσύ, σκέφτεσαι. Ας ξεδώσεις και λίγο, βρε αδελφέ.
Μόνο που το λίγο έγινε πολύ σε μερικά λεπτά κι ούτε που το κατάλαβες για πότε το κινητό σου γέμισε με σέλφις σου αγκαλιά με τα άτομα του διπλανού τραπεζιού, οι οποίοι τυχαίνει να βγήκαν σε όλες με μια απορημένη έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Μα καλά, δεν έχουν ξαναδεί άνθρωπο να διασκεδάζει; Έχεις κουραστεί πλέον να περικυκλώνεσαι από ξενέρωτους.
Αποφασίζεις να το πάρεις όλο ευθεία προς τη σκηνή, μπας κι ανταποκριθεί κάποιος στο κέφι σου. Τραβολογάς μαζί σου και τον πιο εύκολα θυματοποιημένο φίλο σου, αν μη τι άλλο να βρίσκεται και κάποιος να σου χτυπάει παλαμάκια και να πετάτε μαζί χαρτοπετσέτες όταν χρειαστεί.
Εκεί δίνεις ρεσιτάλ. Ωσάν κάποιος που ξύπνησε από κώμα και μιλά γλώσσες που δεν ήξερε καν ότι γνωρίζει, ξεκινάς να ανασύρεις χορογραφίες απ’ τα έγκατα της λίμνης των κύκνων στο πλευρό της ντισκοτέκ που σύχναζες το ‘90. Κι εδώ που τα λέμε, άκρως αξιοζήλευτες όσον αφορά στην πρωτοτυπία και στην εκτέλεσή τους, δεδομένου του ότι μετά βίας μπορείς να πάρεις τα πόδια σου. Μα με τους στίχους, τα πας τόσο καλά που θα μπορούσες άνετα να ανακηρυχθείς πρέσβης ανοιγοκλείματος του στόματος. Άλλωστε, αυτό που μετρά είναι το πάθος. Όλοι το ξέρουν αυτό.
Σε μια γυροβολιά –για να λέμε και την αλήθεια, εσύ τα πάντα βλέπεις να γυρίζουν– παρατηρείς την παρέα σου από κάτω. Σου φαίνεται πολύ αστείο το γεγονός ότι προσποιούνται πως δεν έχουν καμία επαφή μαζί σου, για να τη βγάλουν καθαρή σε περίπτωση που τα ρεζιλίκια σου δε μείνουν μόνο μέχρι εκεί.
Και γιατί, παρακαλώ, να μείνουν μέχρι εκεί; Μετά με ποιο τρόπο θα τιμωρηθούν εκείνοι που σε ξεσήκωναν λίγη ώρα πριν; Και ποιες ιστορίες θα έχουμε να διηγούμαστε και να πίνουμε στην υγειά τους;
Ας πιούμε, λοιπόν. Στα «χαίρω πολύ» που μύριζαν βότκα, μα εξελίχθηκαν σε σοβαρές συζητήσεις με άρωμα καφέ. Στις μαζώξεις με έδρα τις τουαλέτες του κλαμπ και στους αγνώστους που μας συμβούλευσαν να μη διστάσουμε να στείλουμε σε εκείνο το άτομο, για τον οποίον πίναμε. Σε εκείνο το συγκεκριμένο μήνυμα που στείλαμε, που είτε μας έβγαλε απ’ το αδιέξοδο είτε μας βύθισε περισσότερο, μα το θέλαμε πολύ. Σε εκείνες τις υπεράνθρωπες προσπάθειες να ανακαλύψουμε το σπίτι μας ανάμεσα σε τόσα ίδια. Ακόμη και σε εκείνες τις γνωριμίες που το μόνο που θυμόμαστε είναι τη φάτσα μας όταν αντικρίζουμε κάτι άλλο πέρα απ’ το άδειο μας μαξιλάρι δίπλα μας το επόμενο πρωί.
Ας πιούμε σε όλα αυτά που είπαμε και κάναμε όταν ο εγωισμός μας έφτανε στο μηδέν κι η αδρεναλίνη μας στα ύψη. Όταν δε μας ένοιαζε η εικόνα μας, αλλά η επιθυμία μας. Κι ίσως, αν τα ίδια κάναμε και νηφάλιοι, να είχαμε τη ζωή που πάντα λαχταρούσαμε, αλλά δεν τολμούμε να διεκδικήσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη