Δέχεσαι να παίξεις απ’ την πρώτη στιγμή. Απ’ το πρώτο βλέμμα, απ’ το πρώτο χαμόγελο, απ’ το πρώτο μήνυμα. Αποδέχεσαι αδιαμαρτύρητα τους όρους χωρίς διαπραγματεύσεις κι επεξηγήσεις. Χωρίς να σου ξεκαθαρίζεται από την αρχή αν ο άλλος παίχτης θα αποδειχτεί σύμμαχός σου ή θανάσιμος αντίπαλος. Ποντάρεις το είναι σου σε απανωτές παρτίδες, ευελπιστώντας να μη βγεις χαμένος όσο θα διαδέχεται ο ένας γύρος τον άλλον.
Κι όσο το παιχνίδι αυτό συνεχίζεται, όλο και πιο πεπεισμένος γίνεσαι ότι μπορείς να κατακτήσεις περισσότερα. Κι έτσι, όλο και περισσότερα ρίχνεις επάνω στο τραπέζι. Το χρόνο σου, τη σκέψη σου, τα λόγια σου, τις πράξεις σου. Διακινδυνεύεις να φανερώσεις φοβίες και να εκθέσεις συναισθήματα με την ελπίδα ότι όχι μόνο δε θα τα βρεις τσαλαπατημένα κάτω απ’ το πόδι του τραπεζιού, να ενισχύουν ένα παιχνίδι που σε αποδυναμώνει αλλά κι ότι κάποιος θα φροντίσει να τα διαφυλάξει απ’ τα ξένα βλέμματα και να μη σε αφήσει ποτέ ξανά να τα διακυβεύσεις. Ότι δε θα χρειαστεί να το κάνεις, αφού ο ίδιος θα μεριμνήσει, για να μη σε αδειάσει ποτέ.
Ο σωστός ο παίχτης, όμως, πρέπει να ξέρει και πότε να πηγαίνει πάσο. Να ξέρει να ζυγίζει τις καταστάσεις και να αναγνωρίζει πότε είναι αναγκαίο να μαζέψει ένα προς ένα τα κομμάτια του και να τα ανασυντάξει μακριά από ό,τι τον κατακερματίζει. Να μπορεί να μυρίζει πρώτος τη φλόγα που είχε ως προσάναμμα την απόφασή του να ανοιχτεί, όταν αυτή αρχίσει να του καίει νωχελικά ψυχή και πνεύμα. Κι όταν γίνει αυτό, να έχει τη δύναμη να ζήσει μακριά απ’ τον εμπρηστή του.
Γιατί το να λες «πάω πάσο» προϋποθέτει μια δύναμη αστείρευτη. Πρόκειται για μια επιλογή που φανερώνει θάρρος κι όχι δειλία, όπως έχουμε συνηθίσει να ακούμε. Ξέρεις τι αξίζεις και το ψάχνεις μακριά από αυτό που δε στο προσφέρει. Όσο κι αν αυτό σκοτώνει τον κόσμο σου, αφού μέχρι να έρθεις αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, έχεις προλάβει ήδη να τον μοιραστείς με το άτομο αυτό κι έχεις φτάσει να μην μπορείς να τον φανταστείς με την απουσία του.
Όταν παίζεις με τις πιθανότητες, να έχεις στο νου σου ότι κι οι πιθανότητες μπορεί να παίζουν μαζί σου. Κι όταν τα ποντάρεις όλα για όλα, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος και για το «τίποτα». Προετοιμασμένος ίσως και για να σημάνεις εσύ την έναρξή του.
Με κεφάλι κι αξιοπρέπεια ψηλά, να κοιτάς στα μάτια όσους θα έπρεπε να χαμηλώνουν το βλέμμα απέναντί σου. Χωρίς κανένα ίχνος ντροπής ή ενοχής. Με βήματα βαρύγδουπα και βιαστικά, ως ένας παρεξηγημένος λιποτάκτης μιας άλλης εποχής, όπου το συναίσθημα δεν ήταν δυσεύρετο. Που έπαιξε κι έχασε.
Τώρα τίθεται το ερώτημα ποιος έχασε τα περισσότερα. Εδώ είναι το σημείο, όμως, που γίνεται η ρεβάνς. Ο ηττημένος στέφεται, όλως παραδόξως, νικητής.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη