Ζουν ανάμεσά μας.
Τους συναντάμε συνήθως μόνους. Ή ακόμη κι αν βρίσκονται μαζί με παρέα του αντίθετου φύλου, εντοπίζουμε την αμηχανία στο βλέμμα τους και στις κινήσεις του σώματός τους. Να μαρτυρούν ότι το μόνο που θα ήθελαν εκείνη τη στιγμή είναι να βρίσκονται οπουδήποτε αλλού· ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου, αν χρειαστεί.
Δεν είναι ότι δεν είναι κοινωνικοί ή ότι είναι απρόσιτοι και κλειστοί ως άνθρωποι. Δείχνουν έτσι, εντούτοις. Μέχρι να ξεκαθαρίσουν μέσα στο μυαλό τους ότι είναι πλήρως κατανοητό απ’ το άλλο πρόσωπο πως αυτό που τους συνδέει είναι αμιγώς φιλικό και δεν επιδέχεται κανένα ίχνος αμφισβήτησης.
Ο λόγος για τους ανθρώπους με τάσεις φυγής. Ναι, αυτούς τους ανθρώπους που θέλουν να φεύγουν πάντα κι από παντού. Να τρέχουν μακριά από όποια κατάσταση νιώθουν να απειλεί τον προσωπικό τους χώρο και να παρενοχλεί τη μοναχικότητά τους. Μια μοναχικότητα που διακαώς προσπαθούν να διαφυλάξουν ακέραιη απ’ τον καιρό που οι συμμαθητές τους έστελναν ραβασάκια κάτω απ’ τα θρανία μέχρι τον καιρό που οι προτάσεις για καφέδες και για δείπνα άρχισαν να τους βομβαρδίζουν απειλητικά.
Αν τύχει και βρεθούν σε ανάλογη κατάσταση, νιώθουν την καταπίεση της προσωπικότητάς τους να κορυφώνεται στα ύψη και να πνίγει ερμητικά κάθε εκατοστό του κορμιού τους. Προβαίνουν σε κινήσεις σπασμωδικές, σε συμπεριφορές αλλόκοτες και λόγια, τα οποία, όταν στη συνέχεια ανακαλούν, απορούν κι οι ίδιοι με τον εαυτό τους και τη νοημοσύνη τους.
Δεν το κάνουν επίτηδες. Θεωρούν πως αυτό είναι το σωστό να πράξουν, καθώς επεξεργάζονται τα ερεθίσματα που λαμβάνουν απ’ το περιβάλλον τους με ένα τρόπο διαφορετικό, προκειμένου να έχουν άλλοθι για την επακόλουθη φυγή τους. Ένα τρόπο κατά τον οποίο οι ίδιοι αποτελούν πάντοτε θύματα των περιστάσεων, οπότε και πρέπει να αποχωρούν, για να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους. Έναν τρόπο, που βασίζεται εξολοκλήρου σε σενάρια που δημιουργούνται απ’ τους ίδιους, με σκοπό να αποποιηθούν κάθε είδους ευθύνης για την ενδεχόμενη αποτυχία στην προσωπική τους ζωή.
Κι οι τάσεις φυγής γίνονται ακόμη πιο εκρηκτικές στην περίπτωση που τύχει να συνειδητοποιήσουν ότι ένας άνθρωπος δεν τους αφήνει παγερά αδιάφορους. Τότε, βρίσκονται να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην ανάγκη τους να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά που θεωρούν πως απαρτίζουν την προσωπικότητά τους, τιθασεύοντας την ανεξήγητη έλξη που ξαφνικά τους διακατέχει και σε ένα πρωτόγνωρο αυθορμητισμό, που τους προτάσσει να ενδώσουν σε κάτι που πρόκειται να αναταράξει τα νερά της σιγουριάς και της ασφάλειας, όπου έχουν αυτοβυθιστεί.
Μπορεί άραγε η τραμπάλα αυτή να κλίνει σε κάποια φάση στη ζωή ενός τέτοιου είδους ανθρώπου προς την επιλογή του «μένω»; Τι χρειάζεται για να θυσιάσουν λίγο χώρο στο κρεβάτι τους και λίγο χρόνο απ’ την καθημερινότητά τους, με τίμημα την πιθανή ολιστική καταστροφή του «είναι» τους;
Αρκεί ένας και μόνο άνθρωπος για να διαφοροποιήσει την κοσμοθεωρία τους. Να τους κάνει να πιστέψουν ότι ο ίδιος δε θα αποτελέσει την αιτία για να αλλάξουν όλα αυτά που συνιστούν το πρόγραμμά τους μέχρι τη στιγμή της γνωριμίας τους. Να τους πείσει ότι η ελευθερία του πνεύματός τους είναι αυτή που τον γοητεύει και να τους δείξει έμπρακτα ότι δεν πρόκειται να προσπαθήσει να την πατάξει με τον οποιοδήποτε τρόπο. Να τους διαβεβαιώσει πως στο πρόσωπό του θα βρίσκουν πάντοτε το στήριγμα, για να μπορούν να είναι ο εαυτός τους. Ίσως και κάτι περισσότερο· ποτέ, όμως, κάτι λιγότερο.
Η επιμονή ενός τέτοιου ανθρώπου να γκρεμίσει το τείχος προστασίας, που θα βλέπει στην πορεία να υψώνεται όλο και πιο απειλητικά μπροστά του, είναι ικανή να δημιουργήσει, ίσως, τις πιο δυνατές σχέσεις μακροπρόθεσμα. Απ’ τη μία, ο ίδιος θα αισθάνεται περήφανος που κατάφερε να έχει στη ζωή του ένα άτομο που γνωρίζει πολύ καλά ότι τρόμαζε στη σκέψη η ευτυχία του να εξαρτάται από κάποιον άλλον πέραν του εαυτού του και που επέλεξε να το κάνει μαζί του. Παράλληλα, ο άλλος θα ευγνωμονεί το σύντροφό του για την αποδέσμευσή του απ’ την εκούσια αυτοκαταστροφή του και την έξοδό του απ’ τα στεγανά της μοναχικότητάς, όπου είχε εγκλειστεί για χρόνια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη