Ένα διάσημο απόφθεγμα που κυκλοφορεί τελευταία στο διαδίκτυο ισχυρίζεται πως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα των άλλων, μπορούμε όμως να ελέγξουμε τα δικά μας. Πόσο καλό μας κάνει όμως να επιβάλλουμε στον εαυτό μας πώς να αισθάνεται; Γιατί πρέπει ν’ απαγορεύουμε στον εαυτό μας, για παράδειγμα, να στεναχωριέται; Και γιατί θεωρείται αδυναμία να πέσεις στο μαξιλάρι σου ή σε μια αγκαλιά και να κάνεις τον θυμό και την πικρία σου, ή την κούρασή σου, δάκρυα;
Όλοι μας προσπαθούμε να φαινόμαστε αγέρωχοι μπροστά στους υπόλοιπους. Είναι ένα αρχέγονο ένστικτο επιβίωσης, από τότε ακόμη που η κοινωνία αποτελούταν από φυλές που ζούσαν σε σπηλιές. Τότε, μόνο οι δυνατοί επιβίωναν. Κι ο πιο δυνατός και ψυχρός, ήταν ο αρχηγός. Ενδεχομένως λοιπόν, να έχει αποτυπωθεί στο DNA μας να μη λυγίζουμε μπροστά στους συνανθρώπους μας, γιατί αυτό θα μας κοστίσει σε κοινωνική αποδοχή αλλά και ιεραρχία. Λίγο πολύ, όλοι έχουμε ντραπεί να πλαντάξουμε στο κλάμα ως ενήλικες. Ξεχάσαμε πόση ανακούφιση νιώθαμε ως παιδιά μετά από ένα δυνατό κλάμα. Ήμασταν χαρούμενοι, σαν να έφυγε από πάνω μας η θλίψη. Το ότι μεγαλώσαμε, όμως, αλλάζει τόσο πολύ τα δεδομένα στον ψυχισμό μας; Μάλλον ναι. Μάλλον η στενοχώρια, όσο συσσωρεύεται μέσα μας, δημιουργεί μια πληγή που όσο της γυρνάς την πλάτη, τόσο μεγαλώνει και δυσκολεύει την ευκαιρία της θεραπείας.
Δε χρειάζεται να το διατυμπανίσεις σε όλο τον κόσμο πως δεν είσαι καλά. Ούτε να πας στη δουλειά ή στη σχολή σου ή στο πάρτι με το καλύτερό σου χαμόγελο. Εκείνο το βράδυ που ξέρεις πως δε θα σε πάρει πάλι ο ύπνος, πάρε τη μαμά σου, τον κολλητό σου, τον αδερφό σου κι αφέσου να λυγίσεις. Έτσι, χωρίς κάποια συνταγή συγκεκριμένη. Το πρωί θα νιώθεις πιο ελαφρύς. Όχι μόνο επειδή ένα συναίσθημα κατάφερε να δραπετεύσει από τον οργανισμό σου, αλλά επειδή αποδέχτηκες επιτέλους αυτό που ένιωθες. Είναι ανυπόφορο να κρυβόμαστε κι από τον εαυτό μας ή τους ανθρώπους που επιλέξαμε να εμπιστευόμαστε.
Το σώμα μας και το μυαλό μας, δε χρειάζεται να τ’ ακούμε μόνο όταν είμαστε κουρασμένοι. Αλλά κι όταν νιώθουμε, γενικώς. Χαρά, μίσος, θυμό, αγάπη. Κι αν η λύπη σε ρίχνει στα πατώματα ή σου βγάζει ψυχοσωματικά, σκέψου τι μπορεί να κάνει στο σώμα σου ο θυμός που προτιμάς να κρατάς, που είναι από τα πιο έντονα συναισθήματα που βιώνει ο άνθρωπος. Γιατί ο θυμός είναι αποτέλεσμα αδικίας. Κι όλοι, όταν από την οπτική μας διαπιστώνουμε πως αδικηθήκαμε, θολώνουμε. Φαντάσου τώρα πως όσο μεγαλύτερος είναι ο θυμός σου, τόσο πιο δύσκολο είναι να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου.
Στείλε εκείνο το μήνυμα όταν η οργή σ’ έχει κατακλύσει κι άσ’ το να πάει στο διάολο. Θα είσαι εσύ μια φορά ο μαλάκας· και τι έγινε. Πέτα το ποτήρι στο πάτωμα να γίνει θρύψαλα και μάζεψέ το, το πρωί. Κι αν στην τελική δε θέλεις να χαλάσεις την εικόνα του καλού παιδιού, πάρε αυτόν τον φίλο που σε σηκώνει όταν πέφτεις κι εκφράσου ελεύθερα. Πες του γι’ αυτόν τον έρωτα που σπατάλησε άδικα τον χρόνο σου και γύρισε στην πρώην σχέση του. Πες για τον προϊστάμενο που σε κράτησε υπερωρίες καλοκαιριάτικα. Πες για τον συνάδελφο που σε φόρτωσε με τις δουλειές του, πες για τον καθηγητή που σ’ έκοψε με 4, πες και για εκείνη τη μαντάμ, που σου πήρε τη σειρά στο ταμείο. Ξέσπασε κι ας μην φτάσουν οι λέξεις ποτέ εκεί που απευθύνονται. Αλλά πάψε να καταπιέζεις ό,τι νιώθεις σαν να είναι ντροπή. Ο φυσιολογικός άνθρωπος, δεν είναι πάντα χαρούμενος. Πονάει, κλαίει, νευριάζει.
Κι αν ακόμη με περνάτε για τρελή, ένας Ολλανδός ερευνητής, ο Δρ. Ασμίρ Γκρακάνιν, διαπίστωσε έπειτα από πείραμα, πως το κλάμα έκανε τους εθελοντές μιάμιση ώρα αργότερα, να αισθάνονται καλύτερα απ’ ότι αισθάνονταν πριν το ξέσπασμα. Και σύμφωνα με τμήμα ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, τα άτομα που εξωτερικεύουν τον θυμό τους , έχουν λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν έμφραγμα και καρδιακές παθήσεις. Φωνάξτε και κλάψτε ελεύθερα λοιπόν. Α, και για να μην ξεχνιόμαστε: η βία δεν είναι ανεκτή από κανέναν προς κανέναν. Αυτό όμως, συμπεριλαμβάνει κι εσένα προς εσένα. Μην το ξεχνάς.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου