Πόσες φορές έχει τύχει να σε θυμηθεί ένας γνωστός απ’ τα παλιά, τον οποίο οριακά θυμάσαι πώς γνώρισες, αλλά για κάποιο λόγο γίνατε φίλοι στα social media; Ή ένας συμφοιτητής απ’ τη σχολή σου που δε συμπαθείς ιδιαίτερα. Ή ένας συνάδελφος από τη δουλειά που αποφεύγεις στα διαλλείματα. Ή ένας πρώην ή παλιά σου καβάτζα που σε απογοήτευσε. Ή ένας «φίλος» που δεν εκτιμάς καθόλου. Η ακόμη χειρότερα, κάποιος εντελώς άγνωστος.

Ακούς μια μέρα ξαφνικά το γκλινγκ στο κινητό σου και ανοίγεις να δεις ποιος σου έστειλε. Και η οθόνη του κινητού σου έχει ένα όνομα, το οποίο σου προκαλεί δυσφορία, κι ένα μήνυμα που γράφει «τι κάνεις;». Ξεφυσάς. Τι κάνεις τώρα; Δεν το ανοίγεις καν και κάνεις την πάπια; Το αφήνεις στο διαβάστηκε μήπως πιάσει το μήνυμα; Και αν ξαναστείλει; Να απαντήσεις για να μη φανείς αγενής; Μα τότε θα πρέπει να μπεις σε μια συζήτηση που δε σ’ ενδιαφέρει καθόλου.

Γιατί όμως να μπεις στη διαδικασία να απαντάς σε μηνύματα που δε θέλεις; Γιατί το «τι κάνεις;» θα εξελιχθεί σε «τι νέα;», λες κι ο αποστολέας γνωρίζει οτιδήποτε για τη ζωή σου. Πόσο υποχρεωμένοι είμαστε να μιλάμε για τη ζωή μας σε οποιονδήποτε ρωτάει; Ωραίο το networking και προφανώς βοηθάει στα επαγγελματικά, αλλά δε σημαίνει ότι καθένας μπορεί να στέλνει μήνυμα και να κάνει προσωπικές ερωτήσεις και να απαιτεί να λάβει απάντηση. Από τη στιγμή που ο αποστολέας αποφάσισε να κάνει μια ερώτηση είναι στην ευχέρεια του παραλήπτη το αν θα απαντήσει. Και όσο αγενές μπορεί κι αν φαίνεται ένα «διαβάστηκε» πρέπει να σκεφτούμε μήπως φταίει το περιεχόμενο ή ο αποστολέας. Ανεξάρτητα από το αν είσαι κοινωνικός άνθρωπος ή όχι, κανένας δε θέλει να μιλάει με όλους όσους γνωρίζει. Μπορεί το συγκεκριμένο άτομο να μην το συμπαθείς, να μην έχετε κοινά ενδιαφέροντα, να ξέρεις ότι δε θα οδηγήσει πουθενά η συζήτηση.

Ούτε έχουν όλοι τον χρόνο να απαντάνε σε ερωτήσεις περί αερολογίας σε ανθρώπους που δεν αποτελούν μέρος της άμεσης καθημερινότητας. Και δεν αναφέρομαι σ’ αυτούς τους φίλους που μιλάς μια στο τόσο ή χαθήκατε γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Αναφέρομαι σ’ αυτούς που δεν έχεις καμία όρεξη να γνωρίσεις παραπάνω ή να τους κρατήσεις στη ζωή σου. Κι αν τον διαγράφεις κάποιον από τη λίστα των φίλων σου είναι αγένεια, το να πεις ευθέως πως δε θέλεις να μιλάτε, τι θεωρείται;

 

 

Οι περισσότεροι από εμάς προτιμούμε να αποφύγουμε μια συζήτηση με τακτ ή κάπως ευγενικά. Σπανίως επιλέγουμε τον ευθύ δρόμο. Για κάποιο λόγο θεωρούμε το διαβάστηκε πιο ανώδυνο. Για μας; Για τους άλλους; Ίσως γιατί δε σηκώνει περαιτέρω συζήτηση. Αν όμως πεις πως δε θέλεις να μιλάτε σε κάποιον, θα ακολουθήσει η τρομακτική ερώτηση του γιατί. Και κανείς δε θέλει ποτέ ούτε να απαντήσει, ούτε να μάθει τον λόγο.

Και υπάρχουν κι αυτοί οι ενοχικοί άνθρωποι που δεν αντέχουν στην σκέψη ν’ αφήσουν κάποιον στο διαβάστηκε και καταλήγουν να μπαίνουν σε μια συζήτηση που τους παιδεύει. Θα απαντήσουν όσο πιο μονολεκτικά γίνεται χωρίς να επιστρέψουν κάποια ερώτηση, μπας και τελειώσει το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα. Γιατί να μην αισθάνεται κάποιος την ίδια ελευθερία να απορρίψει μια ερώτηση με την ίδια ελευθερία που κάποιος στέλνει μήνυμα; Πόσο λανθασμένη άποψη σού φαίνεται τώρα να σπαταλήσεις χρόνο και ενέργεια για κάτι που σ’ ενοχλεί και σου προκαλεί εκνευρισμό. Υπάρχουν και κάποιοι καλοπροαίρετοι που θ’ αφήσουν το μήνυμα αδιάβαστο μέχρι η κόκκινη κουκίδα να διαταράξει εντελώς το παραμικρό ίχνος ψυχαναγκασμού και να καταχωρηθεί το μήνυμα στα διαγραμμένα.

Ίσως πρέπει να κάνουμε μια άτυπη συμφωνία. Πως το διαβάστηκε ισούται αυτομάτως με μια κλειστή πόρτα στη ζωή του άλλου και δε σηκώνει περιθώριο ν’ ακολουθήσει δεύτερο «τι κάνεις;» με φατσούλα. Ούτε οι απανωτές καλημέρες με κάθε πιθανή γραμματοσειρά φτιάχνουν κανενός το κέφι όταν είναι από το λάθος άνθρωπο. Απλώς ενοχλούν και κανείς δεν το παραδέχεται. Δεν ταιριάζουμε όλοι με όλους. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει ν’ αλλάξει ο αποστολέας ή ο παραλήπτης. Όταν η επικοινωνία μεταξύ μας δεν έχει τη ροή της ντομπροσύνης, πρέπει απλά να μάθουμε αποκωδικοποίηση.

Συντάκτης: Γιάννα Δημητριάδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.