Dating apps. Εφαρμογές σχεδιασμένες για να βρεις το επόμενο ταίρι σου. Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν τα προξενιά και τώρα η τεχνολογία έχει αναλάβει και αυτόν τον τομέα. Πολλοί άνθρωποι ψάχνουν το επόμενο ραντεβού τους σε μία από αυτές τις εφαρμογές. Οι εφαρμογές είναι πολλές κι οι χρήστες πλέον μετράνε εκατομμύρια. Στο εξωτερικό θεωρείται από τους πιο διαδεδομένους τρόπους να κάνεις μια νέα γνωριμία με την προοπτική της σχέσης. Στην Ελλάδα, βέβαια, ίσως και να έχουμε χάσει το αρχικό νόημα της δημιουργίας τέτοιων εφαρμογών.

Υπάρχει βέβαια και μια κατηγορία ανθρώπων που κάνουν λίγο κατάχρηση αυτών των εφαρμογών. Και λέγοντας κατάχρηση δεν εννοούμε ότι βγαίνουν άπειρα ραντεβού καθημερινά. Απλώς επαναπαύονται μόνο στις συζητήσεις και πίσω από το πληκτρολόγιο και δεν τολμούν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα της δια ζώσης γνωριμίας. Αν είσαι από αυτούς που χρησιμοποιούν αυτές τις εφαρμογές τη μία μετά την άλλη απλώς για να ψευτοφλερτάρεις χωρίς καμία πρόθεση για πραγματική γνωριμία, τότε καλώς ήρθες στον κόσμο του «obligaswiping». Ναι, είστε τόσοι πολλοί που έχετε πλέον τη δική σας ορολογία. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως ξεγελάς τον εαυτό σου ότι ως single κάνεις το χρέος σου και ‘φλερτάρεις, ενώ στην πραγματικότητα δε θα μπεις ποτέ στη διαδικασία να συναντήσεις τον οποιοδήποτε υποψήφιο ταίριαξε με τα κριτήριά σου στην εφαρμογή.

Ο όρος obliga-swiping δημιουργήθηκε από την Carina Hsieh, editor στο περιοδικό cosmopolitan, και αποτελείται από την λέξη obligation (υποχρέωση) και το λεγόμενο swiping στις εφαρμογές όπου σέρνεις το υποψήφιο ταίρι δεξιά ή αριστερά ανάλογα τα γούστα σου. Η Carina, λοιπόν, σκαρφίστηκε τον όρο από την υποχρέωση που ένιωθε να «εγκρίνει» κάποιον από τους χρήστες κι ας ήξερε πως δε θα βγει ποτέ μαζί του. Θα μπορούσε ωστόσο αν ήθελε. Κι αυτό κατά κάποιον τρόπο δίνει την αίσθηση του φλερτ. Ή ότι είσαι διαθέσιμος και ανοιχτός για νέα γνωριμία. Ίσως και να σου χρυσώνει το χάπι πως αν το προχωρούσες, θα είχες έναν άνθρωπο να βγεις ραντεβού το σαββατόβραδο.

 

 

Γιατί το κάνουμε αυτό όμως; Η Nikki Goldstein, δόκτωρ στην ανθρώπινη σεξου@λικότητα, αναφέρει πως οι ελεύθεροι άνθρωποι συχνά νιώθουν ένοχοι για το status αυτό με συνέπεια να νιώθουν υποχρεωμένοι πως πρέπει να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Το να προσπαθούν έστω με αυτό τον τρόπο και έτσι διώχνουν ένα κομμάτι από αυτή την ενοχή. Πιστεύουν πως δε φταίνε οι ίδιοι που είναι ελεύθεροι, από την στιγμή που παραμένουν στο «παιχνίδι». Και μπορούν να πουν με άνεση στους φίλους τους πως το προσπάθησαν. Πολλές φορές, χωρίς να τους αρέσει πραγματικά το υποψήφιο ταίρι. Αλλά ακόμη κι αν τους άρεσε το περιεχόμενο, δε νιώθουν έτοιμοι συναισθηματικά να κάνουν μια πραγματική γνωριμία, κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι, γιατί κάποιος πρέπει να νιώθει τύψεις που δεν είναι έτοιμος να προχωρήσει σε μια νέα γνωριμία και προτιμάει να μείνει ελεύθερος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γιατί στην κοινωνία ένα άτομο είναι αποδεκτό μόνο αν έχει ταίρι; Αν το καλοσκεφτείς, σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, όταν είσαι πάνω από 20-25 χρονών, όλοι περιμένουν να πας με σύντροφο. Και όλοι περιμένουν μετά τα 30 να είσαι ήδη παντρεμένος. Αυτή η πίεση φαίνεται να έχει καταστρέψει την έξαψη που είχαμε παλιά στα πρώτο ραντεβού. Για κάποιο λόγο το αναβάλουμε χωρίς προφανή λόγο. Γιατί υποσυνείδητα υποβόσκει η πίεση πως πρέπει να πάει καλά, γιατί πόσες ευκαιρίες θα έχεις ακόμη και πόσους ανθρώπους θα απορρίψεις ή θα σε απορρίψουν πριν βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο.

Γιατί αν βγούμε τελικά ραντεβού, θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε ή όχι και δεύτερο, μα ταυτόχρονα θα πρέπει να δεχτούμε και την απόφαση από την απέναντι μεριά. Αν η απόρριψη έρθει από εμάς, θα μας κατακλύσουν οι ενοχές πως φταίμε εμείς που είμαστε μόνοι. Αν η απόρριψη έρθει από την αντίθετη πλευρά, ε, ποιος αγάπησε ποτέ την απόρριψη. Αν υπάρξει δεύτερο και τρίτο ραντεβού οι εκδοχές είναι δύο. Η θα πάει καλά ή θα καταλήξει σε δράματα. Και δεν είμαστε όλοι έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ξανά δράματα. Και κάπως έτσι, μένουμε με το ένα πόδι στο παιχνίδι, και με το άλλο έτοιμο για ghosting.

 

Συντάκτης: Γιάννα Δημητριάδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.