Σε όποια πόλη κι αν σπουδάζεις είτε είναι μεγαλούπολη είτε το πιο απομακρυσμένο χωριό που του είχαν βάλει κάποτε μια σχολή για να έχει κι αυτό κάτι, το αίσθημα του αποχωρισμού είναι πάντα ο ίδιος κόμπος στο στομάχι. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που πέρασες αυτή την οδυνηρή διαδικασία των πανελληνίων που σου έχει επιβάλει το κράτος και παρ’ όλα αυτά σου φαίνεται σαν χθες. Λες και μόλις ξύπνησες ύστερα από πολύωρη αναζήτηση για να βρεις το κατάλληλο σπίτι, το σπίτι που θα είναι το πρώτο «σου». Κι όμως έχουν περάσει αρκετά χρόνια από εκείνη τη μέρα, από τη μέρα που έψαχνες μανιωδώς διακοσμητικά κι έπιπλα, δίνοντας μια αόρατη εσωτερική μάχη για να έχεις το καλύτερο σπίτι από τους φίλους σου στη σχολή, που δεν έχεις γνωρίσει ακόμη.

Έρχεται η ώρα να κάνεις κούτες, να κλείσεις βαλίτσες κι αναμνήσεις και να προχωρήσεις στο next level που λένε και στο χωριό μου. Εδώ θα σας παραθέσω τη δική μου εμπειρία ούσα φοιτήτρια κι αναγκασμένη να κλείσω 5 χρόνια σε κούτες αριθμημένες για να μην μπερδευτεί ο τυχαίος μεταφορέας που θα κρατάει στα χέρια του τη ζωή μου και τις αναμνήσεις μου. Έχοντας λοιπόν ετοιμάσει τα πράγματα και περιμένοντας την εταιρία να έρθει να τα φορτώσει, με έπιασε κρίση πανικού. Οι ανάσες μου έγιναν βαριές, τα χέρια μου είχαν κλειδώσει, ναι ακριβώς όπως στις ταινίες κι εγώ ξαφνικά βρέθηκα σε πλήρη σύγχυση. Παίρνω τηλέφωνο τη μητέρα μου και της εξηγώ ακριβώς την κατάσταση. Εκείνη με ένα μικρό μειδίαμα, που φανερωνόταν από τον τόνο της φωνής της, μου είπε: «Πες στη μεταφορική να έρθει να σου πάρει τώρα τις κούτες και κάθισε να ξεκουραστείς.».

Όπως καταλάβατε έκανα ακριβώς ό,τι μου είπε, ήρθε η μεταφορική τα πήρε και στη συνέχεια έκανα ένα ζεστό χαμομήλι κι ανασήκωσα το ταλαιπωρημένο μου κουφάρι, πηγαίνοντάς το στο κρεβάτι. Ξαπλωμένη προσπαθούσα με μανία να αποκωδικοποιήσω τι υπήρχε και τι προκάλεσε αυτή την κρίση πανικού. Φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι έβλεπα τον εαυτό μου επί 5 χρόνια κλεισμένο ασφυκτικά σε κούτες, να δυσκολεύεται να αναδείξει τη μαγεία που άφησε το περιεχόμενό τους στο πέρασμα των χρόνων.

Και σαν να μη φτάνει όλο αυτό με τις κούτες, έρχεται και η τελευταία έξοδος, σαν να είσαι η Ρίτα Χέιγουορθ. Μεγάλη ποικιλομορφία στις παρέες για κάθε φοιτητή που σέβεται τον εαυτό του πάντα θα υπάρχει, όπως κι αλλαγές στις παρέες, αλλά η παρέα που δημιουργείς και είναι και η τελευταία πριν φύγεις, είναι και η πιο σωστή από όλες. Πώς θα αποχαιρετίσεις φίλους που διαβάζετε με τις ώρες μαζί, που σου έπαιρναν κάθε πρωί σάντουιτς και καφέ, ενώ ήξεραν πως δε θα πιεις ούτε μια γουλιά γιατί αυτή είναι η παράδοση; Πώς θα αποχαιρετήσεις το φιλαράκι που μόλις έβγαινε από την αίθουσα του αμφιθεάτρου έκλαιγε γιατί νόμιζε πως απέτυχε ενώ τελικά έπαιρνε εννιά;

Τόσες ερωτήσεις που δεν έχουν απαντήσεις, μόνο συναισθήματα, μόνο κόμπους στο στομάχι και βαριές ανάσες. Αν είσαι χορτάτος και ξέρεις πως μέσα σου αυτός ο κύκλος έχει κλείσει -που εκ των πραγμάτων πρέπει να κλείσει- θα προχωρήσεις με τους ανθρώπους που άφησες σε εκείνη την πόλη, αναπτύσσοντας πλέον έναν πιο αραιό τρόπο επικοινωνίας που ξέρετε πως είναι αρκετός για να καλύψετε το κενό.

‘Αλλωστε, πάντα θα μένουν όσα αποτέλεσαν πυλώνα: τα αλκοολικά βράδια, οι ατελείωτοι χοροί και κλάματα, τα ξενύχτια, τα σερί, οι καφέδες στο κυλικείο, οι εξεταστικές. Μοιράστε αφιερώσεις λοιπόν, προς τιμήν των φίλων που ήταν πάντα εκεί και των σπιτιών που ζήσατε μια μικρή αιωνιότητα. Προς τιμήν των φοιτητικών μας χρόνων. Προς τιμήν της μοίρας που μας ένωσε μαζί τους.

 

Με τη σειρά μου το αφιερώνω στις δυο μου πολύ καλές φίλες, τη Φωτεινή και τη Μάρω, που αν και μακριά, ξέρω ότι θα είναι εκεί για μένα, όπως κι εγώ γι’ αυτές.

Συντάκτης: Ελευθερία Νάκα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου