Κομπλιμέντα. Τα λέμε, τα ακούμε. Μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που τα προφέρει με ευγένεια σαν ανταμοιβή για κάτι που κάναμε σωστά. Ένδειξη καλής θελήσεως. Μερικές φορές αυτοσκοπός. Και κάποιες άλλες, κρυφή χαρά, ένα αναψοκοκκίνισμα κι ένα χαμόγελο κάτω απ’ τα χείλη που προσπαθούμε να κρύψουμε. Ή όχι; Κι αν όλα αυτά που ισχύουν για την πλειοψηφία, δεν ευσταθούν για μας; Αν είμαστε η εξαίρεση στον κανόνα, φταίμε εμείς ή φταίει ο κανόνας;

Γιατί έχουμε ανάγκη κάποιον να επισημάνει τα θετικά μας; Και γιατί πρέπει να εκστασιαζόμαστε στην ιδέα; Δε δηλώνουμε ακριβώς ανεπάρκεια χαρακτήρα, όταν χρειαζόμαστε κάποιον τρίτο να μας κάνει να νιώσουμε καλά με τους εαυτούς μας; Η πληρότητα κι η ισορροπία μας θα ‘πρεπε να ήταν εσωτερική και να προέρχεται από μέσα μας. Να ‘χουμε τη διαύγεια να ξέρουμε τα θετικά και τα αρνητικά μας. Να ‘μαστε ρεαλιστές με τους εαυτούς μας. Άρα, και μετά απ’ τον πρώτο συλλογισμό, το φταίξιμο είναι καθαρά του κανόνα.

Και μετά από έναν δεύτερο συλλογισμό, αν όντως ήταν έτσι, κι αν όντως είχαμε πλήρη επίγνωση του εαυτού μας και βρισκόμασταν σε ισορροπία με το είναι μας, δε θα ‘χαμε πρόβλημα με τα κομπλιμέντα. Φυσικά, δε θα ξεπέφταμε στην παγίδα του ζητιανέματος, μα θα μπορούσαμε απλά να πούμε ένα «ευχαριστώ» και να μην ενοχληθούμε. Τότε μήπως είναι η ιδέα της υποκρισίας που μας ενοχλεί; Των μεγάλων –κούφιων– λογιών που πετιούνται αλόγιστα;

Πώς μπορείς να ξέρεις ποια λέγονται κι εννοούνται; Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις είναι απλά λέξεις. Μια σειρά από γράμματα ευθυγραμμισμένα. Κι εμείς περιτριγυρισμένοι. Με έναν τρόπο που φαντάζει σχεδόν απειλητικός. Ακόμα κι αν όντως αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας το χαρακτηριστικό που μας κομπλιμεντάρουν, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι αναγνωρίζεται κι απ’ το άλλο άτομο της συνομιλίας ή αν το όλο θέμα του κομπλιμέντου αποτελεί ένα είδος στρατηγικής; Αν αυτός είναι ο τρόπος να κάμπτεται κάθε είδος αντίστασης που διαθέτουμε, δεν οφείλουμε να δημιουργήσουμε ένα έξτρα είδος προφύλαξης;

Οπότε είμαστε απλά επιφυλακτικοί. Δε θα ‘πρεπε, άλλωστε; Δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον αδίστακτο προς τα συναισθήματά μας κόσμο; Κι έπειτα, είναι κι αυτή η αμφιβολία. Πως ίσως να μην είναι το θέμα του κανόνα. Ίσως το πρόβλημα να ‘μαστε εμείς. Κι όλα αυτά να ‘ναι απλά μία απόδειξη χαμηλής αυτοπεποίθησης.

Αν θεωρείς ότι η εικόνα που σχηματίζει κάποιος για ‘σένα δε συμβαδίζει με αυτήν που έχεις εσύ για τον εαυτό σου, είναι εύκολο να προσδιορίσεις το πρόβλημα στο συμπέρασμα ότι ο κάποιος ψεύδεται. Μα αν ο κάποιος δεν ψεύδεται, τότε ίσως αυτός που ψεύδεται είσαι εσύ, στον εαυτό σου. Γιατί μετά θα ‘πρεπε να αντιμετωπίσεις την πίεση των προσδοκιών της εικόνας που έχει σχηματίσει ο κάποιος, στην οποία –κατά τη δική σου κρίση– δεν ανταποκρίνεσαι. Άρα είναι θέμα χαμηλής αυτοπεποίθησης;

Κι αν το πρόβλημα είμαστε τόσο εμείς όσο κι ο κανόνας; Πέρα απ’ τα αίτια (όπως κι αν αυτά προσδιορίζονται) καταλήγουμε με ένα γεγονός. Δε μας αρέσει να μας κομπλιμεντάρουν. Μπορούμε να σκύψουμε και να γνέψουμε συγκαταβατικά ένα μουρμούρισμα για «ευχαριστώ», υποκρινόμενοι πως είμαστε μέρος του κανόνα; Ή έχουμε το θάρρος να παραδεχτούμε την ιδιομορφία μας και να γίνουμε η εξαίρεση; Η εξαίρεση που μπορεί να ‘χει θέματα αυτοκριτικής, που δεν αντέχει τα μεγάλα λόγια και που ζει με άμυνες; Η εξαίρεση που τολμά να αποδεχτεί τις αλήθειες της και να μη συμβιβαστεί.

Μπορούμε, ωστόσο, ως ένδειξη καλής θελήσεως να προσπαθήσουμε να το δουλέψουμε. Να ‘μαστε βέβαιοι πως έχουμε μια καθαρή εικόνα του ποιοι είμαστε. Τέτοια που να μην μπορεί να αλλοιωθεί από οποιοδήποτε κομπλιμέντο -είτε εννοείται είτε απλά λέγεται. Γιατί υπάρχουν κι οι άνθρωποι που είναι ευγενείς και προσφέρουν απλά λίγη καλοσύνη στον κόσμο, κι είναι κρίμα να τους καταδικάσουμε λόγω ιδιοτροπίας.  Μία άλλη επιλογή, βέβαια, είναι απλά να σταματήσουμε να το αναλύουμε και να φυλάξουμε ένα χαμόγελο κι ένα σηκωμένο φρύδι, να τα χρησιμοποιούμε αναλόγως της περίστασης.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη