«Δε μετράει το πού, αλλά με ποιoν» είπαν κι εμείς με όση ρομαντική αφέλεια διαθέτουμε το πιστέψαμε. Το κατατάξαμε στις κλασικές αλήθειες του έρωτα, το μετατρέψαμε σε συμβουλή, επιχείρημα, μοχλό πίεσης και δε διερωτηθήκαμε ποτέ «Πώς; Πού; Γιατί;» κι ας φημιζόμαστε για το μεγαλείο της υπερανάλυσής μας.
Ας ξεκινήσουμε ψάχνοντας την έννοια του χώρου. Σύμφωνα με τη φυσική ορίζεται σε τρεις διαστάσεις που συμβολίζονται με τρεις διευθύνσεις κάθετες μεταξύ τους. Αν ρωτάτε εμένα, αν και λάτρης της φυσικής, έμαθα να βλέπω το χώρο περισσότερο ως μια έξυπνη παγίδα αιχμαλώτισης του μυαλού σε τρεις διαστάσεις και τρεις διευθύνσεις. Προσκολληθήκαμε σε μια μουντή Αθήνα, ένα βροχερό Λονδίνο, μια ηλιοκαμένη Λευκωσία κι εγκλωβίσαμε τον έρωτα μαζί με το μυαλό μας. Εξυψώσαμε μια ονειρική Χαβάη, κάτι άπιαστες Μαλδίβες κι έγιναν οι έννοιες ένα κουβάρι μέσα μας.
Αγαπήσαμε την ιδέα του διαφορετικού, του άγνωστου, του καινούριου στο περιτύλιγμα ενός νέου τόπου. Η μετατόπιση περάστηκε μέσα μας ως διέξοδος. Διέξοδος απ’ τον παρόντα εγκλεισμό της ρουτίνας και της καθημερινότητάς μας. Δε διερωτηθήκαμε τι προκάλεσε τον εγκλεισμό απλά αποζητήσαμε ένα ανοιχτό παράθυρο, μια ξεκλείδωτη πόρτα, κάτι να μας δώσει παράταση οξυγόνου.
Και ήταν τόσο απλό στο μυαλό μας. Ήταν τόσο εύκολη η λύση στο γρίφο. Ένοχες κρίθηκαν οι Αθήνες, οι Πάτρες, τα Λονδίνα, οι Ρώμες, τα Παρίσια. Τα διαμερίσματα , τα σπίτια, τα καφέ. Οι χώροι που σηματοδοτούσαν τον εγκλεισμό μας. Κι ήμασταν σίγουροι για την κρίση μας. Άλλοι επιχειρήσαμε διακοπές, άλλοι μετακομίσεις , άλλοι ξεκινήσαμε να περιπλανόμαστε, μερικοί περιπλανόμαστε ακόμα. Άλλοι μείναμε στην ιδέα της απόδρασης να καταριόμαστε όσα μας κράτησαν πίσω. Η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δε σώθηκε.
Κι έπειτα προέκυψε ένα χαμόγελο κι ένα φιλί. Η ζεστασιά μιας αγκαλιάς, δύο κούπες καφέ, μερικά πεφταστέρια. Κι οι τρεις διαστάσεις του χώρου ήταν ξαφνικά πολύ πιο ελαστικές. Χωρούσαν πολύ περισσότερα. Χωρούσαν μια μικρή ευτυχία. Κι ήταν αυτό που έδινε στο χώρο την ιδιότητα να υπάρξει περισσότερο απ’ τα όρια της φυσικής του σημασίας. Να πάρει χρώμα κι οσμή, να πάρει όψη και μορφή. Δεν ήταν πια ούτε Βερολίνο ούτε Στοκχόλμη δεν ήταν πάρκο ούτε κήπος. Ήταν εσύ κι ήμουν εγώ. Η παρουσία μας του έδωσε νόημα κι υπόσταση. Η παρουσία μας τον έκανε αληθινό.
Είναι εκείνη τη μοναδική στιγμή στο σύμπαν που ξέρεις ότι συντελείται κάτι ιδιόμορφα μοναδικό κι εξακολουθείς να μην μπορείς να εξηγήσεις γιατί. Ο χώρος αυτός, οι τρεις αυτές διαστάσεις, οι τρεις αυτές κατευθύνσεις υπήρξαν εκεί πολύ πριν από μας, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν εκεί πολύ μετά από μας. Κι όμως αυτή τη μοναδική στιγμή, αυτό το ξεχωριστό δευτερόλεπτο όπου εγώ έτυχε να υπάρχω εδώ κι εσύ έτυχε να υπάρχεις μια ανάσα μακριά μου συντελείται το μικρό αυτό θαύμα. Και ξέρεις ότι ο χώρος κι ο χρόνος είναι αμελητέα. Θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά πως μπορείς να ζήσεις και χωρίς αυτά. Πως μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτά. Μόνο να κρατάς την ανάσα σου κοντά στη δικιά μου. Μόνο να κρατώ την ανάσα μου κοντά στη δικιά σου. Κι είναι αυτό υπεραρκετό.
Κι έπειτα απλά ξέρεις. Ξέρεις ότι δεν είναι το «πού». Ποτέ δεν ήταν. Δεν ήταν ούτε η αιτία του εγκλεισμού σου ούτε η σωτηρία σου. Ήταν η παραπλάνηση, ο αντιπερισπασμός σου. Μια τεχνητή πόρτα. Αυτό ήταν. Μια πόρτα που δεν οδηγούσε πουθενά μεταφρασμένη ως η ηθελημένη ψευδαίσθηση εξόδου διαφυγής. Διαφυγής από μια ζωή και μια ρουτίνα φορτική και ξένη. Άδεια.
Τη στιγμή που αποφάσισες να ζήσεις, τη στιγμή που ο έρωτας σου έδωσε την ιδιότητα να προσέξεις ότι μπορείς ακόμα να αναπνέεις. Τότε που απόκτησε πάλι χρώματα ο κόσμος σου κι η κάθε στιγμή νόημα κι ουσία. Που η ζωή σου ήταν πλέον δικιά σου. Ήταν τότε που ήξερες πως δε χρειαζόσουν διεξόδους, γιατί δεν είχες από κάπου να ξεφύγεις. Ήταν τότε που ο «ποιος» έδωσε νόημα στο «πού» και το «πού» δε θα ήταν ποτέ το ίδιο χωρίς τον συγκεκριμένο «ποιον». Κι ήσουν τότε με μαθηματική ακρίβεια βέβαιος πως «Δε μετράει το πού, αλλά με ποιον».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη