Γεννιέσαι κι είσαι λευκό χαρτί. Η νέα ανάσα που προστίθεται στις ήδη υπάρχουσες. Χωρίς παρελθόν, με μία στιγμή παρόν και το μέλλον μπροστά σου. Έρχεσαι με χέρια αδειανά, τίποτα δε σου ανήκει, τίποτα δε σε προσδιορίζει. Και το μόνο πράγμα που κουβαλάς μαζί σου είναι η μοναδική μυρωδιά σου. Εκείνη που σε ξεχωρίζει απ’ τους υπόλοιπους, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Σε καθορίζει. Κι είναι αυτό μια αρχή για τη μετέπειτα πορεία σου.
Μεγαλώνεις μαζί της. Τη μυρίζει η μαμά σου αχόρταγα απ’ τα μαλλάκια σου συνδυασμένη με παιδικό σαμπουάν. Ο συμμαθητής σου σ’ έναν επιπόλαιο καβγά με λίγο αίμα απ’ τα γόνατά σου. Ο εφηβικός σου έρωτας σ’ ένα βιαστικό προσπέρασμα του διαδρόμου.
Ωριμάζεις, διαμορφώνεσαι. Εμπειρίες, διλήμματα, αποφάσεις. Άνθρωποι πάνε, άνθρωποι έρχονται. Αγοράζεις, πουλάς, ενοικιάζεις. Παίρνεις, δίνεις. Τίποτα δε μένει για πάντα. Όλα δανεικά για λίγο. Μόνο η μυρωδιά αυτή μένει. Το σήμα κατατεθέν σου. Το μόνο πράγμα που μπορείς να πεις με βεβαιότητα δικό σου, το μόνο πράγμα που κανείς δε θα σου πάρει ποτέ.
Μόνο στον έρωτα ίσως να αλλάζει. Εκεί μπορείς να τη δανείσεις για λίγο. Να έχει κάτι ο άλλος να πάρει από σένα, να σε νιώθει δικό του. Και πάλι δεν μπορεί να την αιχμαλωτίσει. Ξεχνιέται σε πουκάμισα, μαξιλάρια και σεντόνια. Για λίγο μόνο. Μετά ξεθωριάζει και φεύγει. Γιατί είναι δικιά σου. Αν θέλει να την έχει, πρέπει να σ’ έχει και σένα. Αλλιώς θα ζει με δόσεις μέχρι μια μέρα να του τελειώσει. Κι αν κάπου κάποτε διασταυρωθούν ξανά οι δρόμοι σας τυχαία, δε θα προσέξει τα ρούχα, τα μαλλιά, το βλέμμα. Θα τον προλάβει η μυρωδιά. Θα τον κυκλώσει από σένα. Αναμνήσεις, γέλια, κλάματα. Θα τον γεμίσει με εσένα! Κι όσο κι αν θέλει δε θα μπορεί να ξεφύγει.
Γιατί είναι αυτός ο άρρηκτος δεσμός με σένα και τη μυρωδιά σου. Που κουβαλά το ποιος είσαι, το τι είσαι και διαμορφώνεται ανάλογα με σένα. Σμίγει με τον καπνό απ’ το τσιγάρο σου, την αύρα του πρωινού καφέ. Γίνεται ένα με το μαλακτικό των ρούχων σου και το φαγητό που μαγείρεψες το μεσημέρι. Αναμιγνύεται με τη μυρωδιά του γιασεμιού στον κήπο σου και το αρωματικό των κεριών σου. Αλμυρίζει το καλοκαίρι στη θάλασσα, γλυκαίνει το χειμώνα στο τζάκι. Αργότερα, γίνεται το ασφαλές καταφύγιο των παιδιών σου, εμπλουτίζεται με τη ζεστασιά της αγάπης σου. Γίνεται θαλπωρή και προστασία των αγαπημένων σου.
Κι ενώ αρχικά δε συνειδητοποιούσες καν την ύπαρξή της, με το πέρασμα των χρόνων μαθαίνεις να την αγαπάς. Να την εκτιμάς ως ένα απ’ τα δεδομένα θαύματα της ζωής σου. Γιατί, κακά τα ψέματα, η μυρωδιά σου κουβαλά την ταυτότητά σου. Εκείνη του χθες, του σήμερα, του αύριο. Κουβαλά το είναι σου και την αλήθεια σου. Την προσωπικότητά σου. Κι εσύ δεν έχεις ανάγκη πλέον να την καμουφλάρεις πίσω από βαριά επώνυμα αρώματα. Τη θέλεις άθικτη κι αυθεντική. Ό,τι πιο αληθινό διαθέτεις στον κόσμο. Την αγκαλιάζεις με ανακούφιση, σαν να αγκαλιάζεις τον εαυτό σου κι έρχεσαι σε συμφιλίωση μαζί του.
Κι όταν έρθει η αναπόφευκτη στιγμή που θα φύγεις απ’ τον κόσμο αυτό, θα την αφήσεις πίσω σου. Στις μνήμες όσων σε αγάπησαν. Ως την πιο δυνατή ανάμνηση, την πιο βαριά κληρονομιά. Να τους θυμίζει το χρέος τους να σε κρατούν ζωντανό στις σκέψεις τους, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να παρατείνεις την ύπαρξή σου. Μα στην πραγματικότητα, θα την έχεις πάρεις μαζί σου. Γιατί είχε γίνει ένα με τη σάρκα σου. Σε χαρακτήριζε και σε προσδιόριζε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Κι όσο κι αν ήθελες να αφομοιωθείς, δε σε άφηνε, γιατί σου θύμιζε τη μοναδικότητά σου. Ήσουν αυτή η μυρωδιά κι αυτή ήταν εσύ.
Κι εν τέλει, δεν την αποχωρίστηκες ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη