Κάποτε φτάνει εκείνη η στιγμή που επιβάλλεται να ανοίξεις τα χαρτιά σου και να πεις την ιστορία σου. Βλέπετε, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα γενικό πάρε-δώσε. Αν θέλεις να σε εμπιστεύονται, πρέπει εσύ πρώτος να εμπιστευτείς.
Φτάνει, λοιπόν, αναπόφευκτα εκείνη η ώρα που πρέπει να εξιστορήσεις το παρελθόν. Σαν ερώτηση σε σχολικό διαγώνισμα. Με ονόματα, χρονολογίες και σημαντικά γεγονότα. Την έμαθες την ιστοριούλα. Την έχεις πει πολλές φορές, άλλωστε. Δε σου δημιουργεί καν αίσθηση πλέον. Κάποια κομμάτια σου είναι αδιάφορα, κάπου κομπιάζεις. Ξέρεις τι προκαλεί εντύπωση σ’ εκείνα που λες, ξέρεις και τι θα περαστεί αδιάφορο. Τα λες μ’ εκείνον τον ήρεμο τόνο του τετελεσμένου, που έχει ολοκληρωθεί κι έχεις συμφιλιωθεί μαζί του.
Και κάπου εδώ γελάμε. Θα θέλαμε πολύ να ήταν έτσι τα πράγματα, αλλά προφανώς και δεν είναι. Όπως όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, περιπλέκονται και περιπλέκουν κι εμάς μαζί τους. Βλέπετε, άνθρωποι είμαστε. Και λάθη κάνουμε. Βασικά, κυρίως λάθη κάνουμε. Οπότε το παρελθόν μας είναι ένα ωραίο πλέγμα της συλλογής των λαθών μας. Κι υπάρχουν λάθη που αποδεχόμαστε. Κι είμαστε σε ειρήνη μαζί τους. Αυτά είναι και τα λάθη που δε μας ενοχλεί να συζητήσουμε και να αναφέρουμε.
Υπάρχουν, όμως, κι εκείνα τα άλλα. Τα σημεία που αμαυρώνουν το ωραίο παρελθόν μας. Κι είναι εκείνα που ευχόμαστε να ξεχνούσαμε. Που κρύβουμε στα πιο σκοτεινά συρτάρια της μνήμης μας κι ευχόμαστε να μην αποκαλυφθούν ποτέ. Κι είναι εκείνα που προφανώς και δεν αναφέρουμε. Τα προσπερνούμε με μια ωραιότατη, προσποιητή άνεση και προχωράμε στο επόμενο κεφάλαιο. Ακριβώς όπως κάναμε και στα διαγωνίσματα ιστορίας με τα δύσκολα κεφάλαια που αφήναμε αδιάβαστα. Σαν να μην έγιναν ποτέ.
Είναι κάτι σχέσεις που κάναμε, κάποτε. Για κάποιους λόγους που τότε θεωρούσαμε επιτακτικούς και τώρα δεν μπορούμε καν να τους αριθμήσουμε. Κάτι σχέσεις που ο παρών εαυτός μας δεν μπορεί να τις συγχωρήσει του παρελθοντικού. Δεν μπορεί καν να του βρει ελαφρυντικά. Και κάθε φορά που επιτρέπουμε ενδόμυχα στους εαυτούς μας να υποστούν την παραδοχή ότι όντως υπήρξαν, καταλήγουμε να κλείνουμε τα μάτια και να προσπαθούμε να αποτινάξουμε την ανάμνηση. «Τι στο καλό σκεφτόσουν, φίλε του καθρέφτη; Εξήγησέ μου, μπας και βρούμε άκρη. Πώς; Πού; Ποιος; Γιατί; Εμένα δε με σκέφτηκες καθόλου; Πως είσαι υπόλογος για κάποια εκδοχή σου στο μέλλον; Πως με άφησες στο έλεος των πράξεών σου;»
Κι ο μονόλογος του καθρέφτη τελειώνει κάθε φορά άδοξα. Χωρίς απαντήσεις και χωρίς λύσεις. Αναγκάζεσαι, λοιπόν, να κρύβεσαι. Απ’ τον εαυτό σου και τον υπόλοιπο κόσμο. Τι πειράζει, δηλαδή, αν δε μαθευτεί ποτέ; Κι εκείνοι που το ήξεραν, κάποτε θα το ξεχάσουν. Ίσως κάποτε το ξεχάσεις κι εσύ. Και θα ‘ναι σαν να μη συνέβη ποτέ. Τέλος καλό, όλα καλά και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα.
Και κάπου εδώ ξαναγελάμε. Γιατί εδώ είναι πραγματικότητα. Το παρελθόν μας το κουβαλάμε μαζί μας. Παντού και πάντα. Όπως τα σαλιγκάρια το κέλυφός τους, ένα πράγμα. Δε διαγράφεται, δεν ξεχνιέται. Κι από όλον τον κόσμο να ξεχνιόταν, από μέσα μας δε θα έβγαινε ποτέ. «Ό,τι είναι παρελθόν είναι πρόλογος» λέει ο Σαίξπηρ. Κι αν εξιστορώντας το παρελθόν μας σε κάποιον άγνωστο γράφουμε τον πρόλογο στο κεφάλαιο που θα γράψουμε στη ζωή του, οφείλουμε –αν μη τι άλλο– να γράψουμε αλήθεια. Και μη μου πείτε δικαιολογίες του στιλ «Δεν είναι ψέματα, απλά απόκρυψη της αλήθειας», γιατί δεν περνούν. Η αλήθεια είναι απόλυτη κι ολοκληρωτική. Κι αν θέλουμε να ‘μαστε συμφιλιωμένοι με το τετελεσμένο, οφείλουμε να την λέμε.
Γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε και πρώτοι εμείς πρέπει να το αποδεχτούμε. Κι αυτά τα σημεία που αμαυρώνουν το παρελθόν μας, είναι αυτά που στο τέλος το καθορίζουν. Γιατί συνήθως διαμορφωνόμαστε στα λάθη κι όχι στα σωστά μας. Εκείνα που με τόσο σθένος προσπαθούμε να αποκρύψουμε είναι αυτά που αποτέλεσαν σημεία καμπής στην πορεία μας.
Κι αν θέλουμε να γράψουμε τον κατάλληλο πρόλογο για να υπάρξει συνέχεια στο κεφάλαιο, οφείλουμε να τα συμπεριλάβουμε. Να τα επεξεργαστούμε, να τα αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε. Μεγάλα παιδιά είμαστε, θα τον βρούμε τον τρόπο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη