Πληγώνεσαι, λες, και κάθεσαι μουτρωμένος στη γωνιά, με τα πόδια μαζεμένα και το κεφάλι σκυφτό. Κλαις κι οδύρεσαι. Διαολίζεσαι κι εκσφενδονίζεις κατάρες. Για τον κόσμο που είναι άδικος. Και δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι λογικό να πληγώνονται οι άνθρωποι.
Κι έπειτα τα βάζεις με τον άλλον. Το λάθος σου. Εκείνον που κακώς εμπιστεύτηκες και κακώς αγάπησες. Εκείνον που αναγνωρίζεις ως την αφετηρία όλων των αναστεναγμών σου. Και λες πώς γίνεται κι απορείς πώς μπόρεσε; Πώς ζει με τον εαυτό του; Και γιατί δεν προσπάθησε να μπει στη θέση σου; Τίποτα δε σεβάστηκε;
Και μ’ αυτά κι εκείνα περνάς τον χρόνο σου έτσι. Γεμάτος πίκρα κι απογοήτευση. Γεμάτος θυμό. Και χάνεσαι στη θάλασσα των σκέψεών σου που, όμως, κατευθύνονται προς μία και μόνο κατεύθυνση∙ τις ευθύνες των άλλων στο μικρό εργάκι, δράμα θα μπορούσαμε να το πούμε, αυτό τέλος πάντων της εξαπάτησης και της πληγής σου.
Στιγμή δε σκέφτηκες πως κάπου, κάποτε υπήρξες κι εσύ το λάθος κάποιου. Πως καθόλου αθώος δε χαρακτηρίζεσαι. Διότι με τον ίδιο τρόπο που πληγώθηκες, πλήγωσες κι εσύ, και με τον ίδιο τρόπο που πόνεσες, έκανες να πονέσουν. Και τότε εσύ ήσουν που δε σκέφτηκες τι κάνεις (ή που απλά δε σε ένοιαξε) και που κατάφερες να ζήσεις με τον εαυτό σου και που δεν προσπάθησες να μπεις στη θέση του άλλου. Εσύ ήσουν εκείνος που δε σεβάστηκε τίποτα.
Βέβαια, τώρα στη λογική σου τα ‘χεις τακτοποιήσει. Κι έχεις δημιουργήσει στη συνείδησή σου τα ελαφρυντικά σου. Σε έπεισες πως είχες λόγο που έδρασες με τον τρόπο που έδρασες. Έτσι, για να μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια. Μέσα σου, όμως, ξέρεις την αλήθεια και ξέρεις τι άφησες πίσω σου, κι ας μην το παραδέχεσαι ούτε στον καθρέφτη σου. Με τον ίδιο τρόπο κι αυτός που άφησε εσένα πίσω του, να μετράς τα πλακάκια στο πάτωμα, έχει δημιουργήσει κι αυτός τα δικά του άλλοθι και κοιμάται επίσης τα βράδια με υπνωτισμένη συνείδηση.
Είμαστε θύματα και θύτες στο ίδιο παιχνίδι. Στον ίδιο πόλεμο. Στο πεδίο μάχης που ονομάζουμε «έρωτα». Δημιουργούμε ένα φαύλο κύκλο και μπλεκόμαστε σ’ αυτόν. Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε πως είμαστε θύματα. Είναι πιο εύκολο. Κανείς δεν είπε πως δεν είμαστε. Με τον ίδιο τρόπο που είμαστε και θύτες. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Τη στιγμή που καταριόμαστε κι επιρρίπτουμε ευθύνες, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε λίγο και τις δικές μας. Κι αν μας πόνεσαν, δεν είναι τρόπος να το ξεπεράσουμε μεταβιβάζοντας τον πόνο σε κάποιον άλλον, πληγώνοντας κι εμείς με τη σειρά μας τον επόμενο στη σειρά. Όσο λιγότερο πληγώσουμε, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχουμε να μη μας πληγώσουν.
Γιατί, ξέρετε, οι άνθρωποι όταν πονούν, σπάζουν. Και χάνουν κάποια κομμάτια τους. Και μένουν με ρωγμές. Κι έπειτα χάνουν λίγη απ’ την ικανότητά τους να αγαπούν και να εμπιστεύονται και να δίνουν. Κι ύστερα είναι πιο πιθανό να πληγώσουν. Και να δημιουργήσουν κι άλλους όμοιούς τους. Κι όλο αυτό συνεχίζεται αενάως.
Μέχρι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Μέχρι να καταλάβουμε πως δε μιλούμε για παιχνίδια αλλά για ανθρώπινες ψυχές και συνειδήσεις. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως δε μας παίρνει να το παίζουμε χαλαροί κι άνετοι, και ν’ αρχίζουμε να μετράμε τα λόγια μας και τις πράξεις μας. Είμαστε υπόλογοι για ό,τι αφήνουμε πίσω μας.
Και κανένα ελαφρυντικό δεν υπάρχει, όταν σπάσεις έναν άνθρωπο. Γιατί μετά θα ‘σαι υπεύθυνος και για τον επόμενο που θα σπάσει και για όλο το ντόμινο που θα ακολουθήσει. Κι όταν αυτό σωριαστεί πάνω σου, κι είσαι κι εσύ ακόμα ένας στη σειρά, τότε δεν είσαι άμοιρος των ευθυνών σου και, στα σίγουρα, δεν είσαι μόνο θύμα. Δε φταίει μόνο το σύμπαν, ούτε οι άνθρωποι, ούτε μόνο εκείνος που σε πλήγωσε.
Φταις κι εσύ. Φταις κι εσύ που δε σταμάτησες τον τροχό. Και συνέχισες τη ροή του ξέροντας τις συνέπειες. Φταις κι εσύ, φταίω κι εγώ, φταίμε όλοι μας. Γιατί όσο υπάρχουν πληγωμένοι, υπάρχουν κι αυτοί που πληγώνουν. Κι αυτό δε θα σταματήσει όταν κλαις την ώρα που πληγώνεσαι. Θα σταματήσει, όταν σκεφτείς διπλά πριν πληγώσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη