Όταν η φωνή σου σε προδίδει, όταν οι συλλαβές δε σχηματίζονται στον οισοφάγο, δεν έχεις παρά να γράψεις. Γιατί είναι μερικά που πρέπει να λέγονται κι ας μην έχουμε φωνή να τα πούμε. Μαμά και μπαμπά, γράφω για σας.
Δεν ξέρω πού αρχίζω και πού τελειώνω. Ξέρω ότι έχω έναν κόμπο στο λαιμό που με δυσκολεύει. Υπήρξα τυχερός άνθρωπος, γεννήθηκα μέσα σε χαμόγελα και ζεστές αγκαλιές. Έκλαψα μόλις γεννήθηκα, ένιωσα μ’ εκείνον τον μαγικό τρόπο που νιώθουν τα μωρά την ψυχρότητα του κόσμου που μόλις εντάχθηκα. Κι έπειτα, είχα χέρια να με χαϊδέψουν, στόματα να με φιλήσουν. Και με ζέσταναν. Αγνόησα το κακό, σαν να μην υπήρχε. Μεγάλωσα στο καλό. Μεγάλωσα στην αγκαλιά τους, να μυρίζω το άρωμά τους. Ήξεραν να με προστατεύουν. Μεγάλωναν μαζί μου κι ένα παραμύθι, όμορφο κι αγνό, να προστατεύει την ψυχή μου.
Γέλαγα κι ήταν όλα όμορφα. Γέλαγα κι ήταν όλα απλά. Και γέλαγαν κι αυτοί μαζί μου. Κι ήταν ανεκτίμητο. Έτσι έμαθα την ομορφιά του κόσμου, έτσι έμαθα τη χαρά και το όνειρο. Έτσι, έμαθα την ευτυχία. Και τα πίστευα όλα τόσο έντονα. Ήταν οι αλήθειες μου. Με δίδαξαν να τις πιστεύω τις αλήθειες μου.
Κι έπειτα, μεγάλωνα. Κι ήθελα να μαθαίνω. Για τον κόσμο, για τους ανθρώπους. Με σαγήνευαν. Το μυστήριο των περαστικών με έλκυε. Και ρωτούσα. Κι απαντούσαν. Κι ήταν καλοί. Κι ήταν εποικείς. Να μην κλονίσουν την πιστή μου. Να μη με απογοητεύσουν. Οι φτερούγες τους μεγάλωναν, για να με χωρέσουν. Έτσι, έμαθα να πιστεύω στους ανθρώπους.
Κι όταν μεγάλωσα ακόμα λίγο, ήθελα να ξέρω για τον έρωτα. Πώς να μου διέφευγε ο έρωτας; Κι εκεί δε χρειαζόταν να μιλήσουν. Εκεί έβλεπα. Πώς κοιτούσε ο ένας τον άλλον, σαν να ήταν το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, πως δεν μπορούσαν να μείνουν χώρια ποτέ, πως δεν άντεχαν να τσακωθούν. Δεν έμαθα ποτέ τον καθένα μόνο του. Ήταν πάντα μαζί κι ήταν ένα. Ο τρόπος που λειτουργούσαν, που αποφάσιζαν. Και στα μάτια μου αυτό φάνταζε μικρό θαύμα. Τόσο μαγικό, τόσο σπάνιο. Έτσι, έμαθα να πιστεύω στον έρωτα.
Κι ύστερα, είχα μεγαλώσει αρκετά για να βγω στον κόσμο. Κι ως αναπόφευκτο, πληγώθηκα, απογοητεύτηκα. Το παραμύθι μου γκρεμίστηκε. Οι άνθρωποι εγωιστές κι άδικοι, να τρέφουν μια μανία να σου καταστρέφουν ό,τι αγαπάς. Το σύστημα, η κοινωνία, με χτύπησε αλύπητα. Κι εγώ δεν έκλαψα, επαναστάτησα. Γιατί έτσι είχα μάθει. Να τα τρέχω τα όνειρά μου, να βρίσκω τα δίκια μου.
Και φώναξα, τσακώθηκα, χτυπήθηκα. Έκανα του κεφαλιού μου και δεν άκουσα κανένα. Κι εκείνοι ήταν εκεί. Να προστατεύουν τη μικρή επαναστάτρια, να καταλαβαίνουν την οργή της, να της εξηγούν πού είχε δίκιο και πού άδικο. Κι αν καμιά φορά δεν το δεχόμουν το άδικο, επαναστατούσα και σ’ εκείνους. Κι αυτοί δεν είχαν παρά αγάπη να μου δώσουν και την ίδια ζεστή αγκαλιά.
Το σύστημα, παρ’ όλα αυτά αδίστακτο, συνέχισε να κτυπά. Κι αφού τέλειωσα με τις επαναστάσεις, βίωσα έναν εθισμό στο τέλειο. Να κυνηγώ το άριστο και να μην αποδέχομαι την ήττα. Να χάνω κιλά, να μην κοιμάμαι. Να βουλιάζω στους καφέδες. Να κλαίω κάθε βράδυ με λυγμούς. Να τα βάζω μαζί μου, να ξεσπώ σ’ εμένα. Κι εκείνοι να προσπαθούν να βοηθήσουν όπως μπορούν. Να στέκονται πάνω μου μ’ ένα πιάτο φαΐ να με παρακαλούν να φάω. Να τους φωνάζω να φύγουν και να μένουν. Να μου λένε πως αξίζω, πως δε τους νοιάζει ο βαθμός. Πως μ’ αγαπάνε έτσι κι αλλιώς.
Να αγχώνονται κι εκείνοι μαζί μου, να ξαγρυπνούν παρέα μου. Να γράφουν μαζί μου εξετάσεις. Να βιώνουν τις αποτυχίες μου και τις επιτυχίες μου σαν να ‘ταν δικές τους. Να μη λείπουν ποτέ απ’ το πλάι μου, να μη σταματούν ποτέ να μου λένε πως είναι περήφανοι. Κι η ζεστή αγκαλιά με το άρωμα προστασίας ήταν πάντα ανοιχτή.
Κι έπειτα, έφευγα, αργούσα να γυρίσω, δεν επέστρεφα. Ήμουν μεγάλη, ξέρετε, δεν είχα να δίνω λογαριασμούς κι ας τους έτρωγε η αγωνία, κι ας έμεναν άυπνοι. Κι έπειτα φώναζα κι από πάνω. Για όλον τον κόσμο που μου στέρησε τα δίκια μου, εγώ πήγα να ζητήσω τα ρέστα απ’ αυτούς. Που με άφηναν, λέει, να ζω στο παραμύθι και δε με προετοίμασαν για το τι θα συναντήσω. Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα.
Πού να καταλάβω στη σύγχυση που επικρατούσε στο κεφάλι μου πόσα χρωστούσα σ’ εκείνους που εναντιωνόμουν. Εκείνοι πάλι ήξεραν καλύτερα, μ’ άφησαν να φύγω. Ήξεραν ότι δεν τους άνηκα. Είχαν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Έπρεπε να βρω το δρόμο μου. Κι έφυγα. Και πληγώθηκα ξανά, κι απογοητεύτηκα ξανά, κι ακόμα απογοητεύομαι.
Όμως είδα καθαρά. Κι έμαθα να τις λέω τις αλήθειες μου. Μπορεί να μην ξέρω πού πάω, τι είμαι, τι θέλω να γίνω. Μα ξέρω πως ό,τι είμαι, ό,τι έγινα, ό,τι θα γίνω, το χρωστώ σε σας. Ό,τι πίστη μου έχει μείνει για τον κόσμο είστε εσείς. Ό,τι καλό κι αγαθό έχω μέσα μου είστε εσείς. Πιστεύω ακόμα στους ανθρώπους, στο γέλιο, στην αγάπη, στον έρωτα, πιστεύω στην ευτυχία, γιατί εσείς με μάθατε πώς.
Ψάχνω όνειρα σ’ έναν κόσμο με συντρίμμια, φωνάζω τα δίκια μου, κλαίω με την αδικία. Κι αν καμιά φορά λυγίζω και νιώθω πως δε θα αντέξω, νιώθω πως χάνομαι στα ψεύτικα του κόσμου, ξέρω πως έχω κάπου τέσσερα χέρια να με προστατέψουν από όλα τα κακά του κόσμου. Να με κάνουν και πάλι παιδί, να μου φτιάξουν ένα παραμύθι να κρυφτώ. Κι είναι αυτό όλο κι όλο ό,τι χρειάζομαι απ’ τον κόσμο.
Ένα ευχαριστώ ήθελα να πω, μα δεν είχα τις λέξεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη