Κάπου, κάποιο μοντέλο της Victoria Secret χαμογελά θριαμβευτικά μέσα από κάποια κλισέ διαφήμιση πλασάροντας τα φανταχτερά δαντελένια της εσώρουχα. Εγώ με τα μαύρα, απλά, δικά μου στέκομαι και κοιτάζω επιφυλακτικά το είδωλό μου στον καθρέφτη. Δε βλέπω παρά τα παραπανίσια κιλά, την κυτταρίτιδα, το μικρό στήθος. Αυτοπροσδιορίζομαι χοντρή, άσχημη, απωθητική. Φορώ τις ταμπέλες που υπέβαλα στον εαυτό μου σαν παράσημα και βουλιάζω στο άπειρο των ανασφαλειών μου.
Στην ντουλάπα μου δεν έχω κάτι να φορέσω. Είναι τα ίδια, άχρωμα, που φόραγα χτες. Κοινά όπως κι εγώ. Δεν μπορούν να καλύψουν τη γύμνια μου. Νιώθω εκτεθειμένη, με ή χωρίς αυτά. Ο κόσμος κοιτά. Πάντα κοιτά. Και πάντα έχει κάτι να πει. Κάτι να δείξει. Κι εγώ τρέμω τα αδιάκριτα βλέμματα, τα δάκτυλα που σημαδεύουν, τους ψιθύρους πίσω απ’ την πλάτη. Κρύβομαι πίσω απ’ το μακιγιάζ, το καλοχτενισμένο μαλλί αποφεύγοντας κάθε είδους φυσικότητα η οποία ενδείκνυται επίφοβη σε επικρίσεις. Επιδιώκω να δείξω σάρκα. Όσο το δυνατό περισσότερη. Είναι το όπλο και το καμουφλάζ μου. Να μην επιτρέψω την έκθεση της προσωπικότητάς μου. Να μην αφήσω κανένα να υποπτευθεί την ύπαρξή της.
Καταλήγω σ’ ένα μπαρ, χωρίς ούτε η ίδια να ξέρω τι ψάχνω. Το βλέμμα μου πλανιέται στο χώρο. Στοχεύω σε κολακευτικά σχόλια που εστιάζουν στους γοφούς και το στήθος. Εκείνοι με βλέπουν σαν θήραμα. Μια εκτόνωση, μια νέα προσθήκη στον κατάλογο κατακτήσεων, μια έξτρα τόνωση στην αυτοπεποίθησή τους. Τα γυρισμένα κεφάλια απλά επιβεβαιώνουν ένα κομμάτι εγωισμού, καθησυχάζουν στιγμιαία τη θάλασσα ανασφαλειών. Τα κερασμένα ποτά με αφήνουν να χαμογελώ αυτάρεσκα εδραιώνοντας τη θέση μου στα μάτια οποιασδήποτε ανταγωνίστριας. Η φωτογραφία που ακολουθεί στο Instagram πλαισιωμένη από ένα σκανδαλώδες hashtag αποτελεί μια ύστατη κραυγή σωτηρίας απ’ το κενό μου. Προδίδει την ανάγκη μου να ακουστώ.
Έπειτα θα πάω σπίτι. Τα παπούτσια πεθαίνουν τα πόδια μου. Το καλσόν κάπου έχει σκιστεί. Το κραγιόν έχει χαλάσει. Η ανάσα μου μυρίζει αλκοόλ. Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη μοιάζει ξένο. Μαζί με το make up αφαιρώ και το προσωπείο της νύχτας. Μένω εγώ κι η αλήθεια μου. Κι είμαι μόνη. Μόνη, γιατί κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να με αγαπήσει με τους μαύρους κύκλους και το ερεθισμένο δέρμα. Κανείς δε θα τολμήσει να δει μέσα απ’ το φόρεμα, πίσω απ’ το μακιγιάζ, να με ακουμπήσει κάπου οπουδήποτε πέρα απ’ το σώμα. Ίσως γιατί κανέναν δεν άφησα.
Οι απόψεις μου για την κοινωνία, οι πολιτικές μου πεποιθήσεις, οι επαγγελματικές μου ανησυχίες, τα βιβλία που διάβασα, τα ποιήματα που απήγγειλα τα τραγούδια που άκουσα, το πτυχίο που κρέμεται πάνω απ’ το γραφείο μου, όλα θυσιασμένα στο Μολώχ του καθρέφτη. Κρυμμένα πίσω απ’ το καλομακιγιαρισμένο πρόσωπο περιμένοντας κάποιο να δει κάτι περισσότερο από σάρκα. Κάποιο να καθησυχάσει τις ανασφάλειες και να μου δώσει την ελευθερία να υπάρξω ως ο εαυτός μου.
Δε σκέφτηκα ποτέ να ψάξω μέσα μου. Να γίνω εγώ ο άνθρωπός μου. Δεν υποψιάστηκα τη δύναμη του εαυτού μου. Δεν έμαθα να αγαπώ τις ατέλειές μου, να γεμίζω τα κενά μου. Δε διανοήθηκα να συγχωρήσω το ανθρώπινο της εμφάνισης και του χαρακτήρα μου, να εστιάσω στα θετικά να νιώσω καλά με το μέσα και το έξω μου. Απέκλεισα κάθε πιθανότητα αυτοεξιλέωσης. Έμεινα να παλεύω στον αιώνιο πόλεμο που κήρυξα με τον εαυτό μου. Να κρέμομαι απ’ το γραμμάριο μιας ζυγαριάς, να γαντζώνομαι από κάθε τυχαίο κομπλιμέντο.
Επέμεινα να τρέφω ανελλιπώς το κενό μέσα μου. Να παραμελώ το διψασμένο πνεύμα μου, να αδρανοποιώ κάθε είδους συναίσθημα. Έγινα υποζύγιο κάθε κακοπροαίρετου σχολίου κι υπόλογη στη γνώμη του καθενός. Αρκέστηκα στη σκλαβιά της ανασφάλειας πεπεισμένη ότι δεν αξίζω να λάβω κάτι καλύτερο. Κι έμεινα να ζω με τις αυταπάτες ενός υποτιθέμενου σωτήρα που δεν έφτασε ποτέ.
Το μοντέλο εξακολουθεί να γελά μέσα απ’ τη διαφήμισή του κι εγώ προσπαθώ να ξεχωρίσω το είδωλό μου απ’ τον καθρέφτη. Μέρα με τη μέρα ξεθωριάζω. Μου τελειώνω κι ίσως εξαφανιστώ. Κάπου στο βάθος δύο θλιμμένα μάτια μιας ξεχασμένης παιδικής ηλικίας ενός κοριτσιού που υπήρξα κάποτε ζητούν εξηγήσεις κι εγώ δεν έχω να τους δώσω. Μόνο μια υπόσχεση. Θα βρούμε το δρόμο μας σπίτι, θα το βρούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη