Βλέπουμε συχνά ζευγάρια σε μακροχρόνιες σχέσεις να μοιάζουν είτε εξωτερικά σε χαρακτηριστικά είτε σε κινήσεις, εκφράσεις κι αντιδράσεις. Μας κάνει εντύπωση και το σχολιάζουμε. «Ρε παιδιά, σαν αδέρφια φαίνεστε». «Μπα, η ιδέα σας θα είναι γιατί μας έχετε συνηθίσει μαζί». Κι  όμως δεν είναι καθόλου η ιδέα μας.

Η επιστήμη μίλησε κι είπε ότι αποδεδειγμένα ζευγάρια που είναι πολλά χρόνια μαζί συνήθως μοιάζουν μεταξύ τους, εξηγώντας και τους λόγους. Προτού αναλύσουμε τους λόγους παραθέτω και μερικά παραδείγματα διάσημων για ‘σας που ασχολείστε με showbiz: Tom Brady και Gisele Bündchen , Denzel και Pauletta Washington, Justin Timberlake και Jessica Biel, Sophie Hunter και Benedict Cumberbatch. Πάμε για την αιτιολόγηση τώρα.

Αρχικά η επιλογή του συντρόφου μας δε γίνεται τυχαία. Συχνά οι άντρες επιλέγουν γυναίκες που μοιάζουν στη μητέρα τους κι οι γυναίκες αντίστοιχα στον πατέρα τους (απόγονοι του Οιδίποδα  κι εμείς). Ή ακόμα τυχαίνει να ελκόμαστε από άτομα που έχουν κοινά χαρακτηριστικά μαζί μας. Από μερικούς αυτό θεωρείται υποσυνείδητη προσπάθεια μεταβίβασης των γονιδίων μας. Αν κι η Chantal Heide λέει ότι είναι στην ανθρώπινη φύση να ψάχνουμε κάτι οικείο και γνωστό, είναι προβλέψιμο.

Έπειτα, σύμφωνα με έρευνα που διεξάχθηκε στο πανεπιστήμιο του Michigan απ’ τον Robert Zajonc εξίσου σημαντικό ρόλο διαμορφώνουν και τα χρόνια κοινής ζωής και συμβίωσης. Στην έρευνα αυτή συγκρίθηκαν φωτογραφίες ζευγαριών με διαφορά 25 χρόνων και παρατηρήθηκε ότι ζευγάρια που αρχικά δεν είχαν κοινά χαρακτηριστικά με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να μοιάζουν.  Αυτό, λόγω των ωρών που περνούν μαζί και των κοινών συνήθειων που υιοθετούν.

Για παράδειγμα, αποκτούν παρόμοιο μεταβολισμό κι ανοσοποιητικό σύστημα λόγω των κοινών διατροφικών τους συνήθειων. Ή ακόμα, αν ο ένας απ’ τους δύο έχει καλό χιούμορ, τότε το ζευγάρι γελά συχνά και μεγαλώνοντας αποκτούν κι οι δύο γραμμές γύρο απ’ την περιοχή του στόματος.

Συν το ότι η καθημερινή επαφή ασυνείδητα τους οδηγεί στην υιοθέτηση κοινών εκφράσεων του προσώπου και γλώσσας του σώματος. Μπορεί να μιλούν με τον ίδιο τόνο χρησιμοποιώντας τις ίδιες φράσεις ή γκριμάτσες. Να κινούνται με τον ίδιο τρόπο, να περπατούν, να κάθονται, να κατεβαίνουν τις σκάλες παρόμοια. Μπορεί να κινούν τα χέρια τους μιλώντας ή να γνέφουν πανομοιότυπα. Αυτά κι άλλες μικρές λεπτομέρειες του ιδίου στιλ είναι αντιληπτές απ’ το κοινό μάτι αλλά όχι κατανοητές. Κι αυτό μεταφράζεται στη συνείδησή μας ως εξωτερική ομοιότητα.

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο διαμορφώνουν κι οι κοινές εμπειρίες. Αν το ζευγάρι είχε σχετικά εύκολη ζωή χωρίς μεγάλες δυσκολίες, τότε κι οι δύο θα φαντάζουν πιο ανάλαφροι και ξεκούραστοι. Αν απ’ την άλλη βρίσκονται συνεχώς στο άγχος και την πίεση, είναι λογικό να βγάζουν προς τα έξω την κούραση και την ανησυχία τους. Ή αν διαβάζουν και ταξιδεύουν συχνά, θα προβάλλουν τον ίδιο εκλεπτυσμό κι ευαισθησία.

Προσωπικά, αν και ρεαλιστικό παιδί των γεγονότων, προτιμώ να διατηρώ μια πιο ρομαντική στάση στο θέμα. Δε λέω, καλές οι εξηγήσεις αλλά θέλω να πιστεύω στα άλλα μισά. Μου δίνει ελπίδα η πεποίθηση ότι ο ένας βρίσκει στον άλλο αυτό που υπολείπεται. Κι οι δύο γίνονται ένα. Και χειροπιαστή απόδειξη αυτού είναι ότι μοιάζουν. Η αγάπη, η οικειότητα, η τρυφερότητα κι η άνεση μεταξύ τους μεταφράζεται ως ομοιότητα.

Στα πρόσωπά τους βρίσκεται ζωγραφισμένη κάθε στιγμή που πέρασαν μαζί, κάθε γέλιο και δάκρυ, κάθε τσακωμός. Μιλάμε για ανθρώπους που πέρασαν περισσότερη απ’ τη μισή τους ζωή μαζί. Δεν μπορείς να κάνεις εικόνα στο μυαλό σου τον ένα χωρίς τον άλλο. Κούμπωσαν μαζί, τα χέρια τους δέθηκαν, τα μαλλιά τους μπλέχτηκαν κι έσφιξαν ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, τόσο κοντά, που δεν υπήρχαν πριν από αυτό.

Και τελικά, αυτό που παρατηρούμε είναι η αντανάκλαση της ευτυχίας στο βλέμμα τους που το κάνει τόσο οικείο, γιατί είναι η ίδια ευτυχία που μοιράστηκαν, η δικιά τους ευτυχία.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη