Εν έτει 2021, σ’ έναν κόσμο που θέλουμε να αποκαλούμε φιλελεύθερο κι εξελιγμένο, προσαρμοσμένο στα νέα κοινωνικά δεδομένα, εξακολουθούμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον στιγματισμό των διαφόρων ειδών ψυχολογικών διαταραχών.
«Όντως συμβαίνει;»
Εννιά στα δέκα άτομα που έχουν βιώσει κάποιου είδους ψυχολογική διαταραχή δηλώνουν ότι έχουν βιώσει και κάποια μορφή κοινωνικής διάκρισης. Είτε απ’ την οικογένεια, είτε απ’ τους φίλους, είτε απ’ τον επαγγελματικό τους περίγυρο. Ταυτόχρονα, θεωρούν ότι είχαν λιγότερες ευκαιρίες στην εύρεση εργασίας, σε μία μακροχρόνια υγιή σχέση, να ζουν σε ένα αξιοπρεπές σπιτικό και στην εμπλοκή με καθημερινά κοινωνικά ζητήματα. Γεγονότα που οι ίδιοι βλέπουμε να συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας και δε μας αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.
«Μας αφορά;»
Είμαστε τουλάχιστον αφελείς, αν θεωρούμε ότι συμβαίνει στους άλλους κι όχι σε μας. Ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι έχει βιώσει κάποιο είδος ψυχολογικής διαταραχής σε κάποια φάση της ζωής του. Είναι μέρος της πραγματικότητάς μας που μπορεί να συμβεί σε μας ή σε κοντινά μας άτομα ανά πάσα στιγμή. Μπορεί να θεωρηθεί ένα σοβαρό σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί την προσοχή και το ενδιαφέρον μας.
«Από πού προκύπτει;»
Ακόμα και σήμερα, με όλα τα μέσα ενημέρωσης και μόρφωσης που διαθέτουμε, εξακολουθούμε να βασιζόμαστε σε ό,τι νομίζουμε ότι ξέρουμε παρά σε ότι έχουμε ψάξει κι είμαστε βέβαιοι πως ξέρουμε. Ναι, είμαστε τα ίδια έρμαια στερεότυπων και προκαταλήψεων που υπήρξαν οι γονείς μας, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας κι όσοι πέρασαν πριν από μας, δίνοντας σχήμα σ’ αυτό που αποτελούμε «κοινωνική αντίληψη».
«Οι προκαταλήψεις;»
Για παράδειγμα, τείνουμε να πιστεύουμε ότι τα άτομα αυτά πάσχουν από κάποια ανίατη ασθένεια ή ακόμα χειρότερα ότι επιλέγουν να ζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο κι είναι υπόλογοι τον επιλογών τους. Ότι δεν υπάρχει κατάλληλη περίθαλψη κι ότι θα έπρεπε να απομονώνονται, γιατί μπορεί να καταλήξουν επικίνδυνα για τους γύρω τους. Πείθουμε κάπως έτσι, με ψευδή επιχειρήματα, τη συνείδησή μας για να μην παραπονιέται και πράττουμε ανάλογα με το υπόλοιπο της μάζας.
«Η αλήθεια;»
Η αλήθεια είναι ότι για την εμφάνιση κάποιας ψυχολογικής διαταραχής ενέχονται βιολογικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί και να κριθεί για κάτι που δεν ελέγχει, όπως η κληρονομικότητα ή το DNA. Όσο για τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, είναι παράδοξο αν σκεφτείς ότι η ίδια κοινωνία που αποτελεί αίτιο για τις ψυχολογικές διαταραχές, θα ‘ρθει να τις κατακρίνει και να τις στιγματίσει. Είναι ένα είδος παράλογου φαύλου κύκλου που πρέπει να σταματήσει.
Όσο για την αντίληψη περί βίας κι απομόνωσης, δεν αποτελεί παρά μύθο. Τα άτομα με ψυχολογικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, είναι πολύ πιο πιθανό να βλάψουν τον εαυτό τους παρά οποιονδήποτε άλλο. Ενώ άτομα που πάσχουν από άλλες διαταραχές, όπως η σχιζοφρένια, που μπορεί να θεωρηθούν πιο επικίνδυνες, προβαίνουν σε βία μόνο αν δεν περιθάλπονται σωστά. Στην ουσία, το πρόβλημα δεν είναι η πάθηση αλλά η λάθος αντιμετώπισή της. Η νοσηλεία δεν κρίνεται απαραίτητη, μάλιστα πολλές φορές θεωρείται επιβαρυντική, αφού ο καλύτερος τρόπος για ανάκαμψη είναι η αίσθηση αποδοχής κι η παροχή αγάπης και θαλπωρής από οικεία πρόσωπα.
«Τι μπορούμε να κάνουμε;»
Καταρχάς ο καθένας πρέπει να ξεκινήσει απ’ την αντανάκλαση στον καθρέφτη. Δεν μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο αν δεν ξεκινήσουμε απ’ τον εαυτό μας. Ποια στάση κρατά ο καθένας από μας στο ζήτημα; Υπάρχει κάπου στο υποσυνείδητό μας κάποιο υπόλειμμα προκατάληψης; Έχουμε ενημερωθεί κατάλληλα; Είμαστε σίγουροι πριν μιλήσουμε, πριν αντιδράσουμε ή πριν χειριστούμε μια κατάσταση; Είμαστε υπεύθυνοι να μορφώνουμε τους εαυτούς μας καθημερινά, έτσι ώστε να διαθέτουμε τα μέσα να δημιουργούμε τη δική μας κρίση και να μην αποτελούμε φερέφωνα της κοινής γνώμης. Να είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε παρόμοιες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν σε μας τους ίδιους ή και σε άτομα που είναι κοντά μας.
Η παροχή βοήθειας είναι σημαντική. Οι πάσχοντες δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Η αγνόηση του προβλήματος απλά κάνει τα πράγματα χειρότερα. Είναι σημαντικό να μη νιώθουν ότι με την παραδοχή της ύπαρξης προβλήματος και της ζήτησης βοήθειας θα κατακριθούν οι ίδιοι κι οι οικογένειές τους, ότι θα στιγματιστούν και θα αλλάξει ο τρόπος ζωής τους ή οι ευκαιρίες που τους παρέχονται. Με την κατάλληλοι αγωγή μπορούν να λειτουργούν ακριβώς όπως κάθε άλλος πολίτης της κοινωνίας, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες -όπως άλλωστε κι ο καθένας από μας. Ενώ αντίθετα, χωρίς την κατάλληλη βοήθεια, μπορεί να γίνουν επικίνδυνοι, προκαλώντας κακό στον εαυτό τους ή και σε άλλους.
Αν θέλουμε και μπορούμε να κάνουμε περισσότερα, μπορούμε να ενταχθούμε ως εθελοντές σε τοπικές ή εθνικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης του κοινού κι αλλαγής της ευρείας αντίληψης για το θέμα. Τέτοιες δράσεις αλυσιδωτά μπορεί να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες αλλαγές, όπως, για παράδειγμα, το 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο και την εδραίωση του “ Equality Act” το οποίο καθιστά παράνομη την όποια άμεση ή έμμεση διάκριση εις βάρος ατόμων με ψυχολογικές διαταραχές σε τομείς όπως δημόσιες υπηρεσίες, εργοδότηση, εκπαίδευση και μεταφορές.
Μπορούμε να μείνουμε κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας και να βλέπουμε μόνο όσα μας αφορούν άμεσα, μέχρι τελικά να εισβάλει στη ζωή μας και να μην έχουμε τα μέσα, ή μπορούμε να νοιαστούμε για κάτι πέρα απ’ τον εαυτό μας, κάνοντας το πιο απλό∙ προφέροντας αγάπη κι αποδοχή. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι δε διαφέρουμε και πολύ, καθένας από μας παλεύει τους δικούς του δαίμονες και καθένας από μας μπορεί να χάσει τη μάχη ανά πάσα στιγμή.
Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο κι όχι απέναντι. Υπάρχουν μάχες που δεν μπορούμε να τις κερδίσουμε μόνοι μας κι είναι καλό να το θυμόμαστε αυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη