“Και τελικά τι μένει;”, σκέφτεσαι κάτι βράδια μ’ ένα ουίσκι στο ένα σου χέρι και μ’ ένα τσιγάρο στο άλλο. Καταλήγεις στο συμπέρασμα να τ’ αφήσεις όλα στην άκρη ή να τα βροντήξεις και να πάρεις τα ηνία της ζωής σου. Να σκεφτείς με την καρδιά κι όχι με τη λογική και να κάνεις πράξη την επιλογή σου. Κι ας σημαίνει αυτό πως θ’ αφήσεις ένα όνειρο ή έναν στόχο σου στην άκρη που καιρό κοπιάζεις για εκείνον. Νιώθεις ότι δεν αξίζει μετά τις τόσες προσπάθειες άλλωστε, επομένως το αφήνεις για χρόνια και καιρούς.
Γιατί πολύ απλά κάποιες φορές φτάνεις στο ζενίθ και ξεχειλίζεις. Είναι κι αυτοί οι ρυθμοί που σε μπούχτισαν πια. Είναι που όλα γύρω σου φωνάζουν να κυνηγήσεις τον έρωτα, να επενδύσεις σ’ αυτόν, να κοπιάσεις χτίζοντας την προσωπική σου ζωή, αφού όλα τ’ άλλα σε κούρασαν ή δε σε αγγίζουν πια. Συμβαίνει κι αυτό καμία φορά. Να κληθούμε να ζήσουμε έναν έρωτα, μια αγάπη, μια σχεδόν σχέση, μια καψούρα που νομίζαμε πως ήταν κάτι και τελικά δεν ήταν τίποτα, να κυνηγήσουμε το αμοιβαίο που μπορεί τελικά και να μην είναι τόσο αμοιβαίο, γιατί, αν μη τι άλλο, δε θέλουμε κι οι δύο στον ίδιο βαθμό.
Παρ’ όλα αυτά, βάζουμε παρωπίδες και συνεχίζουμε. Προχωράμε κι όπου βγει. Κι αν δε βγει, όλα καλά, λέμε στην προσπάθεια να νιώσουμε καλύτερα. Και το φτάνουμε στα άκρα. Γιατί αποφασίζουμε πως η ζωή είναι στιγμές και δεν ξέρουμε τι ξημερώνει. Αποφασίζουμε πως θα ζήσουμε αυτό που νιώθουμε με όλα τα παρελκόμενα. Κι αφού έχουμε κάνει τόση δουλειά με τον εαυτό μας και τα έχουμε βρει μαζί του κι εκεί που έχουμε αποδεχτεί πλέον πόσο αγχολυτικό είναι να τσαλακώνεσαι και να εκφράζεις αυτά που νιώθεις, δίχως να έχεις τύψεις κι ενοχές, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, πάντα θα υπάρχει κάποιος ή κάτι που θα μας προσγειώσει απότομα.
Και τότε, τα 10.000 πόδια πέφτεις με τα μούτρα πάνω στα βράχια κι αναρωτιέσαι γιατί έσπασες τη μέση σου. Σε γείωσε ο έρωτάς σου, αυτός για τον οποίο έβαλες στην άκρη ένα κομμάτι της ζωής σου για να διανύσεις χιλιόμετρα και να πεις πόσο θέλεις να είστε μαζί. Ή η σχέση που ενώ είχες στον πάγο για τόσο καιρό ξαφνικά αποφάσισες να διεκδικήσεις με όλο σου το είναι. Ή κι εκείνο το άτομο που ενώ δεν ήθελες αποκλειστικότητες μαζί του, τώρα του ζητάς συγκατοίκηση. Προφανώς και δεν στο ζήτησε, αλλά ήταν επιλογή σου, την οποία και κρίνει με καχυποψία και σε βάζει μ’ έναν ήρεμο τρόπο στη θέση σου. Κι εσύ, που πια τα έχεις αφήσει όλα πίσω και βρίσκεσαι σε ξεκάθαρο υπαρξιακό κομφούζιο, το αποδέχεσαι, λέγοντας μέσα σου, πως οκ, όλα καλά. Κι ας μην ξέρεις αν τελικά είναι όντως όλα καλά. Δεν πτοείσαι, δε νιώθεις τύψεις που έδειξες αυτή την ευάλωτη πλευρά σου, κι ας νόμιζες πριν λίγο καιρό ότι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσες να κάνεις- να εκτεθείς. Κι ας σε απέρριψαν τελικά.
Γιατί, ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί το ότι φοβάται το συναίσθημα; Ποιος μπορεί να δηλώσει υπεύθυνα πως μπορεί να διαχειριστεί τα αισθήματα που τρέφει ο άλλος για εκείνον; Ποιος παίρνει τέλος πάντων την ευθύνη σε όλο αυτό το τσαλάκωμα; Και γιατί πρέπει πάντα να φταίει αυτός που νιώθει κι όχι αυτός που δεν μπορεί να το ελέγξει; Σαφώς, επί της ουσίας, δεν ψάχνουμε ποιος φταίει λιγότερο, περισσότερο ή και καθόλου. Αυτό που ψάχνουμε κατά βάθος είναι μια δόση ειλικρίνειας, δίχως κανέναν εξωτερικό παράγοντα να μπορεί να διαλύσει ό,τι νιώθουμε. Να είναι αρκετά γερή η απόφασή μας να μοιραστούμε ό,τι μας συμβαίνει, που να μη λογαριάζει τίποτα τριγύρω. Δίχως λογική. Μόνο με συναίσθημα. Θέλεις; Θέλω. Ή δε θέλω. Εκεί πρέπει να τελειώνουν όλα, με τέλεια και παύλα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου