Το τι ακριβώς θα είναι αυτό που θα σε δέσει με έναν άνθρωπο έχει να κάνει με τις συνθήκες, τη δεδομένη κατάσταση, το timing, ακόμη και με τον ίδιο τον άνθρωπο.
Το θέμα, όμως, δεν είναι τι σε έδεσε τελικά με έναν άνθρωπο, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι δέθηκες. Και είτε ήσουν από αυτούς που εύκολα εμπιστεύονται είτε από αυτούς τους δύσπιστους που αμφισβητούσαν μέχρι τώρα και την αναπνοή του άλλου, το να ξεδεθείς θα είναι δέκα φορές περισσότερο δύσκολο από όσο φαντάζεσαι κι από όσο θα ‘θελες.
Υπάρχουν και θετικά κι αρνητικά στο να δένεσαι με έναν άνθρωπο. Ξεκινώντας από τα ωραία, όλα σου τα συναισθήματα για εκείνον είναι στο έπακρο. Αγάπη; Στο έπακρο. Έρωτας; Πάθος; Θυμός; Ζήλια; Όλα στο κόκκινο. Όλα μέσα σου είναι πιο έντονα από ποτέ, και το να φροντίζεις, να νοιάζεσαι και να προστατέψεις τον άλλον, μοιάζει πολύ περισσότερο πια με φυσική σου ανάγκη κι ένστικτο, παρά με υποχρέωση ή τήρηση των τυπικών σε μία σχέση.
Δεν είναι όλα, όμως, ρόδινα σε αυτό το δέσιμο. Γιατί μπορεί να ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις αυτή σας η ένωση, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε εμμονή, ακόμα και σε εξάρτηση.
Δε λέω, η ανάγκη μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε είναι απολύτως φυσιολογική και δεν υπάρχει τίποτα λάθος σε αυτό. Πολλές φορές όμως, η αγάπη μας για τον άλλον νοθεύεται. Τη θολώνουν άλλα συναισθήματα κι άλλες μας ανάγκες, και παρόλο που βαθιά μέσα μας το ξέρουμε, το παραβλέπουμε, εθελοτυφλούμε.
Αρχικά, υπάρχει η περίπτωση της «μεγάλης σχέσης». Το να είσαι καιρό με κάποιον και να τον συνηθίζεις, μόνο κακό δεν είναι. Είναι φυσικό επακόλουθο σε μία σχέση να υπάρχει μία καθημερινότητα, μία ρουτίνα, ένα πρόγραμμα, και να συνηθίζετε κι οι δύο σε αυτό. Φυσικά καλό είναι με την πρώτη ευκαιρία να ξεφεύγεις απ’ όλο αυτό, αλλά το κακό δε βρίσκεται στη συνήθεια, αλλά στο βόλεμα· κι αυτά τα δύο απέχουν μεν μία λεπτή κλωστή το ένα απ’ το άλλο, αυτό δεν αναιρεί όμως το γεγονός ότι απέχουν.
Βολεύεσαι με έναν άνθρωπο, σημαίνει άμεσα κι ότι εξαρτάσαι από αυτόν, σε διάφορους τομείς. Μπορεί να είναι οικονομικοί, μπορεί να αφορούν προσωπικές σου φιλοδοξίες, μπορεί όμως και προσωπικές σου ανασφάλειες και ταμπού.
Πόσες φορές έμεινες σε μία σχέση, παρόλο που δεν ένιωθες όσα και στην αρχή κι η αγάπη που ένιωθες για το σύντροφό σου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ανθρώπινη, μόνο και μόνο επειδή φοβήθηκες μη μείνεις μόνος;
Αυτό σε φοβίζει λοιπόν; Η αναζήτηση; Η διαδικασία του να αρχίσεις να ψάχνεσαι πάλι από την αρχή; Και τι φοβάσαι ακριβώς; Το ότι δε θα βρεις ποτέ κάτι καινούριο, ή ότι αυτό το καινούριο θα αργήσει;
Καταρχήν, αυτό το «ποτέ» καταλαβαίνεις κι από μόνος σου πόσο παράδοξο ακούγεται, οπότε δε θα μπω καν στη διαδικασία να στο αναλύσω. Το ότι τώρα μπορεί να αργήσει να σου έρθει κάτι καινούριο, αυτό μόνο να σε φοβίζει δε θα ‘πρεπε. Γιατί στο κάτω-κάτω όταν βγαίνεις από μία σχέση, δεν μπορείς να προχωρήσεις αμέσως σε κάτι νέο. Θέλεις το χρόνο σου. Και πολλές φορές, το να μη δίνουμε στον εαυτό μας το χρόνο που θέλει και του αξίζει, μας οδηγεί σε βιαστικές αποφάσεις κι αδιέξοδες καταστάσεις.
Υπάρχει βέβαια κι η άλλη περίπτωση. Βλέπεις κάποιον κι η εικόνα του σε ελκύει απίστευτα πολύ. Τα φέρνει έτσι η μοίρα κι έρχεστε πιο κοντά. «Λαχείο» σκέφτεσαι. Με τον καιρό όμως καταλαβαίνεις ότι στο χαρακτήρα δε συμβαδίζετε. Δεν ταιριάζετε, σου λέω! Παρ’ όλα αυτά, εσύ μένεις μαζί του, μένεις με έναν άνθρωπο ανίκανο να σου γεμίσει τα πιο βαθιά κενά σου, είτε επειδή σε νοιάζει περισσότερο να φαίνεσαι παρά να είσαι, είτε επειδή στην αρχή έπεσες έξω, έκανες πέρα τους φίλους σου, και τώρα ξαφνικά που έμεινες μόνος, εξαρτάσαι από αυτόν τον άνθρωπο.
Τι κι αν αυτός ο άλλος δε δίνει δεκάρα για σένα; Δε «χαραμίζει» ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεσή του για πάρτη σου κι απαντάει στα μηνύματά σου δυο-τρεις μέρες μετά, με την πιο ακατέργαστη δικαιολογία; Εσύ εκεί. «Σιγά μωρέ, υπάρχουν και χειρότερα» σκέφτεσαι. Να σου στείλω ένα περιστέρι τότε, μπας και σου απαντήσει πιο γρήγορα στην ερώτησή σου «Τι κάνεις», ή στο μήνυμα «θέλω να σε δω».
Το να εξαρτάσαι λοιπόν από κάποιον, συγκεντρώνει μόνο αρνητικά στη λίστα. Και το παράδοξο του πράγματος, βρίσκεται στο γεγονός ότι πολλές φορές ξεγελάς τον ίδιο σου τον εαυτό. Ότι είσαι καλά, ότι περνάς ακόμα καλύτερα, κι ότι αυτό που ζεις με τον άλλον είναι το καλύτερο. Επαναπαύεσαι στα λίγα, στα μέτρια, γιατί πιστεύεις πως δεν αξίζεις πια τίποτα παραπάνω, και φοβάσαι πως αν χάσεις κι αυτά τα λίγα, θα πιάσεις πάτο.
Ε λοιπόν με τέτοιο σκεπτικό, τον πάτο όχι μόνο τον έχεις ήδη πιάσει, αλλά έχεις ξαπλώσει κιόλας πάνω του.
Γι’ αυτό βρες τον εαυτό σου και σκέψου τι ψάχνεις να βρεις στον άλλον. Τι θέλεις από αυτόν, τι ποθείς. Και μόλις καταλήξεις στο τι τελικά επιθυμείς, βγες και κυνήγησέ το. Αυτό ακριβώς, χωρίς παραλλαγές. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Πωλίνα Πανέρη