Έρχονται στιγμές στη ζωή μας που δεν μπορούμε -και δε θέλουμε- να βασιστούμε στον εαυτό μας. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι, συγκεκριμένοι και πιο γενικοί, παροδικοί και μη. Αλλά κυρίως, γιατί επενδύσαμε τόσο στο πόσο ανεξάρτητοι είμαστε και στο πόσο δεν έχουμε κανέναν ανάγκη, που αυτό από μόνο του μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μόνο τέτοιοι δεν είμαστε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάνω απ’ όλα ότι είμαστε άνθρωποι, και μία από τις βασικές μας ανάγκες αποτελεί η συντροφικότητα, σε όλες της τις μορφές. Χρειαζόμαστε ένα στήριγμα, κάποιον να μας κρατήσει την τελευταία στιγμή και να μην πέσουμε στο κενό.
Όμως αυτός που θέλουμε να μας κρατήσει, δεν μπορεί. Γιατί δεν είναι μπροστά μας, να μας προστατέψει ή να θυσιαστεί, ούτε πίσω μας, να το βάλει στα πόδια ή να λειτουργήσει ως δίχτυ ασφαλείας αν πάμε να πέσουμε.
Είναι δίπλα μας. Είναι ακριβώς στην ίδια κατάσταση με εμάς. Χρειάζεται κι εκείνος το δίχτυ προστασίας του, γιατί κι αυτός πάει να φουντάρει. Επειδή λοιπόν κι αυτός θέλει να σωθεί, δεν μπορεί να σώσει εσένα. Και θα επιχειρήσεις να τον σώσεις εσύ. Παρ’ όλη την απελπισία σου, όσες φορές κι αν πεις «τέρμα», δίνεις μία κλοτσιά στον εγωισμό σου, αφήνεις στην άκρη όλα σου τα προβλήματα, κλείνεις τα αυτιά σου στο κήρυγμα και τις απόψεις των γύρω σου για το πόσο αξίζει τελικά να ασχολείσαι με το συγκεκριμένο άτομο, και τρέχεις να τον σώσεις.
Εκείνος όμως δε θα σε αφήσει. Θα σε διώξει, για να μη σε τραβήξει μαζί του στο κενό. Είτε επειδή σ’ αγαπάει περισσότερο από όσο δείχνει και από όσο νομίζεις, είτε επειδή θέλει να έχει καθαρή τη συνείδησή του, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται αυτό. Το πρόβλημα όμως το ουσιαστικό, είναι αλλού. Εσύ θα είσαι που θα θέλεις, θα προσπαθείς να τον σώσεις. Θα έχει κι άλλους που θα προσπαθούν συνέχεια να τον βοηθήσουν, να τον στηρίξουν, να είναι δίπλα του, γιατί τον αγαπούν. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι εισπράττουν τη μεγαλύτερη και την πιο ουσιαστική αγάπη: οι εμπειρικά και συναισθηματικά κατεστραμμένοι. Λίγο παραπάνω ευαισθησία να έχεις ως άνθρωπος, από ένστικτο και μόνο αυτούς τους ανθρώπους τους λατρεύεις, όχι απλά αγαπάς ή νοιάζεσαι.
Και περνάνε οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες. Κι εσύ ελπίζεις ολοένα και περισσότερο ότι κάποια στιγμή θα σε αγαπήσει όσο τον αγάπησες εσύ. Όμως αν δεν έχει γίνει μέχρι τώρα, δε θα γίνει ποτέ. Γιατί αν μετά από τόση αγάπη, τόσο ενδιαφέρον, ο άλλος δε σου’ χει ανταποδώσει ούτε τα μισά, πότε θα το κάνει; Ποτέ. Πρόσεξε όμως: αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει και δεν εκτιμάει όσα έκανες και κάνεις για εκείνον. Ούτε ότι δε σε νοιάζεται. Απλώς αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι «εκείνοι», δεν έχουν μάθει τη δική σου αγάπη, δεν έχουν μάθει τη δική σου ψυχή. Κι αυτό επειδή πιστεύουν ότι δεν αξίζουν καμία απ’ τις δύο. Γι’ αυτό και πάντα θα τους δεις να συμβιβάζονται με το μέτριο. Φοβούνται μην πέσουν στο χειρότερο.
Και δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι οι μόνοι που μπορούν να σώσουν τον εαυτό τους. Κανένας άλλος. Το θέμα είναι να σταματήσεις να ψάχνεις παρηγοριά και στήριξη σε όλους αυτούς τους «εκείνους», να πάρεις μια βαθιά ανάσα, να ανοιγοκλείσεις αργά τα μάτια σου, και να συνειδητοποιήσεις πόσοι άνθρωποι είναι εκεί για σένα και πόσο εσύ τους αγνοείς. Είτε είναι η οικογένειά σου, είτε είναι οι φίλοι σου. Γιατί αν γυρνούσες να κοιτάξεις λίγο πιο δεξιά, ξεκάθαρα θα έβλεπες πως αυτοί οι άνθρωποι χτίζουν θεμέλια για να καλύψουν και να εξαφανίσουν το κενό, μη σου ‘ρθει η τρέλα μια μέρα και πας να πηδήξεις.