Το μυαλό μας είναι ικανό να σκέφτεται κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει ασταμάτητα. Απ’ το σπαστικό καθηγητή στη σχολή, που σ’ εκνεύρισε εκείνη τη στιγμή, μέχρι το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την τρύπα του όζοντος. Το πιο αστείο;
Το βράδυ που θα είσαι πτώμα στην κούραση, όσο κι αν νυστάζεις, θα ‘χεις υπερένταση. Τότε, θ’ αρχίσεις ανεξέλεγκτα να σκέφτεσαι κάτι, που έγινε δύο ή τρία χρόνια πριν και σ’ έκανε να νιώσεις άβολα. Μέχρι και το γκόμενο ή τη γκόμενα, που σε παράτησε στη δευτέρα Λυκείου θ’ αρχίσεις να θυμάσαι.
Όμως, όσο κι αν σκεφτόμαστε κάποιον, όσο κι αν υπεραναλύουμε μία κατάσταση, πάντα θα ‘ρχεται εκείνη η στιγμή που χρειάζεται να πατήσουμε ένα pause, ν’ αδειάσουμε το μυαλό μας απ’ τις θεωρίες συνωμοσίας, κι έπειτα φτου κι απ’ την αρχή.
Ο πιο απλός κι ευχάριστος τρόπος να το κάνεις αυτό είναι, αδιαμφισβήτητα, ο ύπνος. Όσο μικρός τον μισούσες κι ήθελες συνέχεια να κάνεις κάτι, άλλο τόσο τώρα που μεγαλώνεις σου λείπει, τον έχεις ανάγκη, τον λατρεύεις.
Αντί, λοιπόν, να σηκωθείς σαν άνθρωπος στις δέκα ή έντεκα το πρωί και ν’ αδράξεις τη μέρα, εσύ κοιμάσαι μέχρι το μεσημέρι, πολλές φορές ως το απόγευμα. Ακόμη κι αν το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμήθηκες αργά, ακόμη κι αν έκλεισες διψήφιο αριθμό ωρών ύπνου.
Συνήθως είναι κάτι που δεν το ελέγχεις. Λειτουργεί σαν φυσική ανάγκη κι είναι καθαρά ψυχολογικό να κοιμάσαι πολύ παραπάνω, απ’ όσο χρειάζεσαι. Γίνεται υποσυνείδητα, γι’ αυτό αφού ξυπνήσεις σκέφτεσαι «μα καλά, αφού κοιμήθηκα τόσες ώρες, γιατί ακόμη νιώθω ότι νυστάζω;».
Όταν κοιμόμαστε, ξεκουράζουμε σώμα και μυαλό και γεμίζουμε τις μπαταρίες μας για τις επόμενες δύσκολες μέρες που θ’ ακολουθήσουν στη δουλειά, στη σχολή, οπουδήποτε. Αυτό πρέπει να γίνεται το βράδυ, απ’ τη στιγμή που ήδη έχουμε πιάσει μεσάνυχτα μέχρι να ξημερώσει. Αλλά ποιος κοιμάται στην ώρα του σήμερα; Άλλωστε, όποιος κοιμάται βράδυ χάνει ολόκληρη τη νύχτα, λένε. Οπότε μη μασάς, αν σου λένε ότι χάνεις τη μισή μέρα, επειδή ξυπνάς απόγευμα.
Το θέμα, όμως, είναι ότι αν σε καταβάλλει αυτή η «συνήθεια», θα δυσκολευτείς πολύ να την κόψεις. Θα ‘ρθουν μέρες που δε θα ‘χεις κουράγιο να πας στη δουλειά, που θα σε πάρει ο ύπνος και θα χάσεις την εξεταστική σου, που όσο καφέ κι αν πιεις, το μυαλό θ’ αρνείται κατηγορηματικά να δουλέψει, όπως δούλευε.
Μεγαλή σημασία πρέπει να δώσουμε στο ψυχολογικό κομμάτι του πράγματος. Γεμίζουμε το μυαλό μας καθημερινά με τα πιο απίστευτα, άκυρα, και πολλές φορές ανάξια της προσοχής μας θέματα. Ειδικά, όσον αφορά θέματα προσωπικού επιπέδου, γιατί για παράδειγμα δε μας έστειλε ο Χρήστος ή γιατί το Ευάκι ξέχασε να μας πάρει τηλέφωνο. Είμαστε ικανοί να τα σκεφτόμαστε ασταμάτητα όχι για μία ολόκληρη μέρα, αλλά για πολλές.
Επιτρέπουμε να εξαρτάται η ψυχολογία κι η διάθεσή μας απ’ το αν κάποιος θα μας θυμηθεί, θα μας στείλει, θα νιώσει. Καταστάσεις που από ένα σημείο και μετά, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για ν’ αλλάξουν, εφόσον προσπαθήσαμε αρκετά. Κανένας, εξάλλου, δε νοιάστηκε με το ζόρι, ή υπό πίεση.
Ο ανθρώπινος εγωισμός, όμως, αρνείται να δεχτεί οποιοδήποτε «όχι» για απάντηση σε ζήτημα που μας αφορά, από ένα πρόσωπο που μας καίει. Κι εκεί είναι που η σκέψη γίνεται πρόβλημα, πρόβλημα απ’ το οποίο θες να ξεφύγεις.
Άλλοι θα πάνε και θα παρτάρουν μέχρι το ξημέρωμα, θα χαρίζουν φιλιά κι εφήμερες αγκαλιές στον πρώτο τυχόντα, θα μεθύσουν, θα κάνουν μαλακίες. Εσύ όμως, δεν είσαι έτσι. Θα κλειστείς στον εαυτό σου και στην προσπάθειά σου να τα βάλεις όλα σε μία σειρά, να καταλάβεις τι γίνεται και δεν παίρνεις αυτό που δίνεις κι αξίζεις, ο ύπνος σε φλερτάρει γλυκά κι ασύστολα. Και πώς να του αρνηθείς βεβαίως;
Φυσικά, υπάρχουν και πιο σκληρές και δύσκολες καταστάσεις απ’ το αχάριστο και κακόγουστο γκομενάκι που δε μας δίνει μία ευκαιρία. Τα προβλήματα στο σπίτι, οι γονείς που θα μαλώνουν για το ότι «όλο δουλεύουν κι όλο δε φτάνουν τα λεφτά», ο εργοδότης που σου κάνει καψόνια, λες κι είσαι στο στρατό και δε σε παίρνει ούτε κεφάλι να σηκώσεις, ούτε αντίρρηση να φέρεις.
Όλα αυτά τα συναισθήματα συρρικνώνονται μέσα σου, καταπιέζονται κι ο μόνος τρόπος σου για να ξεσπάσεις είναι ο ύπνος, η ξεκούραση, η ηρεμία, που τόσο την αποζητάς κι ωστόσο πουθενά αλλού δεν μπορείς να τη βρεις.
Όπως και να ‘χει, μη μας κολλάτε στον τοίχο εμάς που το ρίχνουμε στον ύπνο. Είναι ένας τρόπος για να επανέλθουμε δριμύτεροι στην καθημερινότητά μας, σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Και δε θα χαλάσει ο κόσμος, αν μία μέρα που θα ‘σαι πτώμα, δε θα ξενυχτήσεις με την παρέα σου και θα προτιμήσεις το ζεστό σου κρεβάτι. Θ’ ακολουθήσουν άλλες βραδιές, πιο ευνοϊκές για τα νεύρα, τη διάθεση και τη νύστα σου.
Το θέμα είναι να μη χάσεις το μέτρο κι από ένα σημείο και μετά να μη χρησιμοποιείς τον ύπνο για ν’ αποφύγεις εφήμερα τις σκέψεις και τα προβλήματά σου. Αλλά να τον χρησιμοποιείς ως μέσο για να βγεις εκεί έξω και να τ’ αντιμετωπίσεις όλα. Ένα προς ένα.
Επιμέλεια κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Νάννου Αναστασία.