Σίγουρα θα ’χεις ακούσει για έρωτες με την πρώτη ματιά, κεραυνοβόλους, αμοιβαίους, που από μια ματιά και μόνο όλα μέσα σου ξαφνικά αναστατώνονται. Σου έκανε κλικ ρε παιδί μου από την πρώτη στιγμή και μόλις τον είδες είπες «εδώ είμαστε, θα χαλάσω τα βράδια μου για σένα».
Έλα, όμως, που δεν είναι όλοι οι έρωτες έτσι. Δεν ερωτεύεσαι μόνο με την πρώτη ματιά, με το πρώτο φιλί, με την πρώτη μέρα που γνωρίζεις κάποιον.
Ξέρεις τι θα πει να χάνεις τα βράδια σου για κάποιον που στην αρχή όχι μόνο δε σου γέμισε το μάτι, όχι μόνο δε σου κέντρισε το ενδιαφέρον κι αδιαφορούσες πλήρως για την ύπαρξή του, αλλά αποτελούσε και την τελευταία σου επιλογή; Την καβάτζα σου, αν θες πιο χύμα και σκληρά;
Αν ξέρεις, έλα να ταυτιστούμε. Αν όχι, συνέχισε να διαβάζεις και κάπου εκεί στις επόμενες γραμμές θα ταυτιστείς κι εσύ μαζί μου, θα δεις.
Το να ερωτεύεσαι κάποιον που αποτελούσε για ‘σένα το απόλυτο αουτσάιντερ, είναι δέκα φορές περισσότερο επίπονο και ψυχοφθόρο από το να ερωτευόσουν κάποιον που από την πρώτη στιγμή σε τράβηξε. Αλλά και δέκα φορές περισσότερο δυνατό, ενδιαφέρον και συγκλονιστικό, θα προσθέσω.
Έχοντας φάει τη μία απογοήτευση μετά την άλλη, ένιωθα πως είχα κουραστεί, πως θα έκανα ένα διάλειμμα. Δεν ήθελα πια τίποτα και κανέναν, δεν ένιωθα τίποτα, και στο κάτω-κάτω δεν ήθελα να νιώσω. Σαφώς ήξερα πως κάποια στιγμή θα το ξεπεράσω όλο αυτό, πως έχω ακόμα πολλά να ζήσω, πως θα έρθει αυτός που αξίζει και καμιά δεκαριά ακόμα «πως». Απλώς αν σε πιάσει αυτή η κατάθλιψη της συναισθηματικής απογοήτευσης, δε σε αφήνει η ριμάδα.
Και κάπου εκεί εμφανίστηκες εσύ. Και δε σε ξεχώρισα, δε με τράβηξες καν. Και για τους λόγους που προανέφερα πιο πάνω και γιατί με την πρώτη ματιά δε μου γέμισες το μάτι, απλό. Ούτε ο πρώτος θα ‘σαι ούτε ο τελευταίος και σαφώς και εγώ αντίστοιχα το ίδιο για άλλους, δεν αρέσουμε όλοι σε όλους, δε γίνεται να αρέσουμε όλοι σε όλους.
Ένα πράγμα ξεχώρισα σε ‘σένα μετά από λίγο καιρό κι αυτό ήταν η επιμονή σου. Όσο εγώ χαλιόμουν για παλιές αγάπες που με αγνοούσαν όσο δεν πάει και περίμενα απηυδισμένη πάνω από ένα τηλέφωνο να φανεί, να δείξει ένα σημείο ζωής, ότι με νοιάζεται, ότι με θέλει ακόμα, ότι με σκέφτεται, εσύ ήσουν εκεί να τα δείχνεις όλα αυτά σε πράξη. Καθημερινά. Ασταμάτητα. Απροκάλυπτα.
Από την αρχή το κατάλαβα, απλώς δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Λίγο οι κοινές μας παρέες, λίγο οι βραδινές μας περιπλανήσεις στη Θεσσαλονίκη ξημερώματα, ήταν όλο αυτό το παρεϊστικο κλίμα και δεν ήθελα να δω παραπέρα. Κι η αλήθεια είναι πως ούτε που κατάλαβα πότε κόλλησες τόσο πολύ με την παρέα μου κι ερχόσουν σχεδόν όπου πηγαίναμε, αλλά αν σου πω ότι δε σε ήθελα εκεί, μαζί μας, μαζί μου, θα σου πω ψέματα.
Λίγο τα σχόλιά μου με τα κορίτσια για τους ψηλούς μελαχρινούς μουσάτους που περνούσαν, λίγο τα δικά σου σχόλια με τους άλλους για τις γκόμενες που περνούσαν και τις χαλάστρες που σου έκανα όταν πήγαινες να πλησιάσεις κάποια έτσι πάνω στο μεθύσι. Όλα αυτά μου έδιναν ζωή σιγά-σιγά και στη λίστα με τα πράγματα που μου έδιναν ξανά ζωή, εσύ ήσουν στην κορυφή.
Και ξέρεις γιατί άργησα τόσο να μπλεχτώ μαζί σου, μιας κι είμαι τόσο σε φάση εξομολόγησης απόψε;
Γιατί ήσουν η τελευταία μου επιλογή. Και η συμπεριφορά σου απέναντί μου ήταν τόσο ξηγημένη, που δεν ήθελα, δε σου άξιζε να σε επιλέξω έτσι. Γιατί όπως εγώ δε θέλω να είμαι η πρώτη, η δεύτερη, ή η τρίτη επιλογή κάποιου, αλλά η μόνη, έτσι ήθελα να συμπεριφέρομαι κι εγώ στους άλλους. Γι’ αυτό άλλωστε και έχω φάει τα μούτρα μου τόσες φορές.
Και στο κάτω-κάτω τα είχα βολέψει όλα τόσο ωραία στο μυαλό μου. Χαλαρά, ήρεμα, όλα ήταν μια χαρά. Σε έβλεπα σαν έναν ακόμα φίλο, και τίποτα άλλο. Ούτε καρδιοχτυπήματα, ούτε άγχη, ούτε αγωνίες.
Μέχρι εκείνο το βράδυ που με πήρες τηλέφωνο και κατά τη γνώμη σου ακουγόμουν «κάπως». Η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ η ίδια ανησύχησα τόσο κι ίσως επειδή ξέρω ότι ανά διαστήματα με πιάνουν οι κυκλοθυμίες μου. Οι δυο λέξεις που μου είπες, ήταν αυτές που δε με έχουν αγγίξει ποτέ με τέτοιο τρόπο, κανένας δε με έχει αγγίξει τόσο όσο εσύ εκείνη τη στιγμή.
«Έρχομαι τώρα».
Και κάπου εκεί ήταν που κατάλαβα πως θα μπλέξουμε άσχημα. Αλλά δε με ένοιαζε, γιατί ναι μεν κάθε φορά που δημιουργούμε σχέσεις με κάποιον έχουμε ως στόχο να μη διακόψουμε ποτέ, όταν όμως αυτό συμβαίνει, μας αφήνει το στίγμα του για πάντα, ανεξίτηλο κι αλλάζει ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας. Κι εγώ θέλω να με αλλάξεις. Κι όπου βγει.