Κανένας χωρισμός δεν είναι εύκολος. Ακόμη κι αν δεν είσαι φουλ ερωτευμένος με τον άλλον όπως στις αρχές, ακόμη κι αν είχες παράπονα κι είχες στο μυαλό σου να χωρίσεις, πάντα όταν θα συμβεί δε θα είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος. Γιατί άλλο να το παίζεις σκηνή-σκηνή στο μυαλό σου για να γίνει όσο ανώδυνα γίνεται κι άλλο η στιγμή που το σενάριο αυτό θα πραγματοποιηθεί.
Όταν λοιπόν μας χωρίζει ο άλλος, τα πράγματα είναι πιο εύκολα για εμάς από όσο νομίζουμε. Παίρνουμε αυτομάτως το ρόλο του θύματος, του ρίχνουμε πόσες ευθύνες, κλαιγόμαστε δεξιά κι αριστερά και το ρίχνουμε έξω για να «ξεχαστούμε».
Ό,τι κι αν μας πει, θα είναι ένας απαράδεκτος, αχάριστος κι αλαζόνας. Υπάρχουν όμως κάποιες φράσεις αρκετά κλισέ που όποτε κι αν τις ακούσουμε θα μας βαρέσουν τα λαμπάκια του sos και θα ξυπνήσουν τον Hulk που όλοι λίγο-πολύ κρύβουμε μέσα μας.
«Σου αξίζει κάτι καλύτερο», «δε φταις εσύ, εγώ φταίω». Όταν έρθει η ώρα που θα ξεστομίσει ο άλλος μία από αυτές τις δύο φράσεις, στην καλύτερη θα τον διαολοστείλουμε. Θα τον θεωρήσουμε ανώριμο, που το μόνο πράγμα που ξέρει να λέει είναι δικαιολογίες. Δεν έχει τα κότσια να μας πει ότι δε θέλει πια; Τι φοβάται τέλος πάντων;
Όλοι μας έχουμε κάνει αυτές τις σκέψεις, είτε συνέβη σε φίλο, είτε σε εμάς τους ίδιους. Όμως, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι αυτή η φράση μόνο δικαιολογία δεν ήταν; Ότι δεν ανήκει σε καμία κλισέ κατηγορία, αλλά ήταν μία κατάθεση ψυχής στολισμένη με τα πιο απλά λόγια που μπορούσε να βρει ο άλλος;
Γιατί ναι, συμβαίνει κι αυτό. Όσο δε θέλεις να το παραδεχτείς, και κάτι καλύτερο σου αξίζει, και στο ότι αποφάσισε ο άλλος το χωρισμό δε φταις εσύ παρά εκείνος. Εκείνος πήρε αυτήν την απόφαση και αντί να χαίρεσαι που δε σου σκορπάει ευθύνες και δε σε κάνει να νιώθεις τύψεις, τον κατηγορείς και δε δέχεσαι τα λόγια του.
Καμιά φορά, δυστυχώς, η τελευταία ανάμνηση που θα έχουμε από έναν άνθρωπο που φεύγει απ’ τη ζωή μας, είναι μόνο τα λόγια. Αυτά τα τελευταία λόγια που μας είπε πριν μας «αποχαιρετήσει». Έτσι, αυτά είναι που θα μας μείνουν, περισσότερο κι απ’ τα πρώτα. Ακριβώς γιατί μετά από αυτά ήρθε η απουσία και τότε καταλάβαμε ότι τελείωσε. Κι ίσως στην τελική για αυτό να αρνούμαστε να τα δεχτούμε και να τα αναλύουμε εξονυχιστικά, μπας και βγάλουμε άκρη.
Επανέρχομαι λοιπόν στο γιατί όταν δεν είσαι εσύ αυτός που λέει το «δε φταις εσύ, φταίω εγώ», τα πράγματα είναι περισσότερο εύκολα για σένα, ίσως και πιο προβλέψιμα.
Το να σταματήσεις να νιώθεις πράγματα για έναν άνθρωπο είναι κάτι που δεν το ελέγχεις. Όταν σου συμβαίνει, υπάρχουν δύο τρόποι να απαλλαγείς: Ή θα εξαφανιστείς χωρίς να δώσεις εξηγήσεις και θα κάνεις τη ζωούλα σου, ή θα κάτσεις και θα εξομολογηθείς στον άλλον τι συμβαίνει μέσα σου. Κι όταν θα το κάνεις, δε θα σε πονέσουν ούτε οι βρισιές ούτε το χαστούκι που πιθανώς θα φας. Θα πονέσεις όταν δεις τον άλλον να πονάει και θα ξέρεις ότι πονάει απ’ την αλήθεια σου, που στην τελική δεν την επέλεξες κιόλας.
Γιατί όταν παραδέχεσαι ότι φταις εσύ και κανένας άλλος, παραδέχεσαι εκατό πράγματα παραπάνω που μόνο εσύ τα ξέρεις. Παραδέχεσαι ότι ίσως δεν ξεπέρασες το παρελθόν σου, ότι προσπάθησες να προχωρήσεις κι απέτυχες. Παραδέχεσαι επίσης, ότι δεν κατάφερες να κάνεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο, ότι όλα όσα σχεδίαζες ναυάγησαν, ότι έχεις ψυχολογικά και δε θες να σύρεις στην άβυσσο μαζί σου έναν άνθρωπο που σε ερωτεύτηκε και σε είχε πάνω από όλους κι από όλα.
Με το «δε φταις εσύ, φταίω εγώ», λοιπόν, παραδέχεσαι τη μεγαλύτερη ήττα του εαυτού σου. Γι’ αυτό είναι πιο εύκολο όταν στο λένε οι άλλοι και δεν είσαι εσύ αυτός που το ξεστομίζει.
Ίσως την επόμενη φορά που θα το ακούσεις, να μην αντικρίσεις έναν άνθρωπο βαλμένο να σου διαλύσει τα όνειρα και την ψυχή, αλλά έναν άνθρωπο ειλικρινή και ταυτόχρονα νικημένο απ’ τους ίδιους του τους δαίμονες.
Επιμέλεια Κειμένου Ειρήνης Μανουσαρίδου: Πωλίνα Πανέρη